Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
ar.maseparador fonéticaˈarmɐ
nome feminino
1.
όπλο neutro
arma antiaérea
αντιαεροπορικό όπλο
arma automática
επαναληπτικό όπλο
arma de arremesso
όπλο ρίψης
arma de dois gumes
δίστομο/δίκοπο όπλο
arma de precisão
όπλο ακριβείας
armas atómicas
ατομικά όπλα
armas de destruição maciça
όπλα μαζικής καταστροφής
armas defensivas
αμυντικά όπλα
armas nucleares
πυρηνικά όπλα
as autoridades apreenderam-lhe a arma
οι αρχές του κατάσχεσαν το όπλο
a sua arma mais eficaz é a paciência
το πιο αποτελεσματικό του όπλο είναι η υπομονή
exército armado com armas modernas
στρατός εξοπλισμένος με σύγχρονα όπλα
o abastecimento do exército com armas
η προμήθεια όπλων στο στρατό
2.
MILITAR σώμα neutro, όπλο neutro
em que arma prestaste serviço?
σε ποιο όπλο έκανες την θητεία σου;
3.
plural οικόσημο neutro, singular, θυρεός masculino, singular
as armas da cidade
ο θυρεός της πόλης
estas são as armas da sua família
αυτό είναι το οικόσημο της οικογένειάς του
4.
plural κέρατα neutro
as armas dum veado
τα κέρατα ενός ελαφιού
apresentar armas
παρουσιάζω όπλα
arma branca
αγχέμαχο όπλο
arma de fogo
πυροβόλο όπλο
às armas!
στα όπλα!
carreira das armas
στρατιωτική σταδιοδρομία
seguir a carreira das armas
ακολουθώ τη στρατιωτική σταδιοδρομία
com/de armas e bagagens
με όλα τα συμπράγκαλα
chegou com armas e bagagens
έφτασε με όλα τα συμπράγκαλά του
companheiro de armas
συμπολεμιστής
depor as armas
καταθέτω τα όπλα
descansar, armas!
παρά πόδα, αρμ!
feitos de armas
ανδραγαθήματα
mestre de armas
οπλοδιδάσκαλος
ombro, armas!
επ' ώμου, αρμ!
passar pelas armas
τουφεκίζω, εκτελώ
sala de armas
αίθουσα οπλασκίας
tomar as armas
παίρνω τα όπλα
arma
Presente do Indicativo do verbo armar
expandir
eu
armo
tu
armas
ele, ela, você
arma
nós
armamos
vós
armais
eles, elas, vocês
armam
Imperativo do verbo armar
expandir
arma
tu
arme
ele, ela, você
armemos
nós
armai
vós
armem
eles, elas, vocês

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • military equipment / personal weapon
    arma
    el
    όπλο
  • military equipment
    arma antitanque / arma ACar / arma anticarro
    el
    αντιαρματικό όπλο
  • military equipment
    arma de mão / arma curta / arma de fogo curta
    el
    ελαφρό φορητό όπλο, ελαφρό πυροβόλο όπλο
  • military equipment
    arma longa / arma de fogo longa
    el
    μακρύκανο πυροβόλο όπλο
  • military equipment
    arma de fogo curta / arma curta
    el
    βραχύκαννο όπλο, βραχύ πυροβόλο όπλο
  • defence
    arma longa
    el
    μακρύκαννο όπλο
  • defence
    arma curta
    el
    βραχύκαννο όπλο
  • medical science
    arma tóxica
    el
    τοξινικό όπλο
  • air transport
    arma oculta
    el
    κρυμμένο όπλο
  • tariff policy / defence / technology and technical regulations
    arma branca
    el
    αγχέμαχο όπλο
  • public safety / military equipment
    arma ligeira
    el
    ελαφρύς οπλισμός
  • international conflict / military equipment / nuclear industry
    arma nuclear
    el
    πυρηνικά όπλα
  • criminal law / firearms and munitions
    arma de fogo
    el
    πυροβόλο όπλο
  • defence / military equipment / common security and defence policy
    arma química
    el
    χημικό όπλο
  • administrative law
    arma binária
    el
    διωνυμικό όπλο,διώνυμο όπλο
  • military equipment
    arma de tiro a tiro / arma monotiro
    el
    όπλο μίας βολής, πυροβόλο όπλο μονής βολής
  • defence
    arma de laser
    el
    όπλα ακτίνων λέιζερ
  • statistics / SCIENCE
    processo autorregressivo de médias móveis misto / processo ARMA
    el
    μικτή αυτοπαλινδρομική διαδικασία κινητού μέσου
  • defence / technology and technical regulations
    porte de arma
    el
    οπλοφορία
  • defence / European Union
    arma proibida
    el
    απαγορευμένο όπλο
  • defence / European Union / migration / technology and technical regulations
    arma de aviso
    el
    όπλο για βολές σηματοδοσίας' όπλο σηματοδοσίας
  • military equipment
    arma combinada
    el
    συνδυασμένο όπλο, συνδυαστικό πυροβόλο όπλο
  • military equipment
    arma não letal
    el
    μη φονικό όπλο, μη θανατηφόρο όπλο
  • military equipment
    arma escalável
    el
    όπλο μεταβλητής ισχύος
  • ENVIRONMENT
    armas biológicas / arma biológica
    el
    βιολογικό όπλο
  • defence / chemistry
    arma biológica
    el
    βιολογικό όπλο
  • defence / technology and technical regulations
    arma mortífera
    el
    φονικό όπλο
  • defence / terrorism
    arma explosiva
    el
    εκρηκτικό όπλο
  • defence / European Union / migration / technology and technical regulations
    arma de alarme
    el
    όπλο προοριζόμενο να δίνει σήμα συναγερμού
  • military equipment
    arma de guerra
    el
    πολεμικό όπλο
  • military equipment
    espingarda de assalto / arma de assalto
    el
    τυφέκιο εφόδου, όπλο εφόδου
  • military equipment
    arma automática / arma de fogo automática
    el
    πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο, αυτόματο όπλο, αυτόματο πυροβόλο όπλο
  • defence
    arma individual
    el
    ατομικό όπλο, ατομικός οπλισμός
  • public safety / criminal law / technology and technical regulations / nuclear energy
    engenho de dispersão radiológica / arma radiológica / bomba suja / RDD
    el
    συσκευή διασποράς ραδιενεργών εκπομπών, βρώμικη βόμβα, μηχανισμός διασκορπισμού ραδιενέργειας
  • military equipment
    arma termobárica / bomba termobárica / bomba a vácuo
    el
    θερμοβαρική βόμβα
  • military equipment
    arma com báscula
    el
    αρθρωτό (πυροβόλο όπλο)
  • military equipment
    arma de fogo de repetição / arma de repetição
    el
    επαναληπτικό όπλο
  • military equipment
    arma anticarro ligeira / arma ACar ligeira / arma antitanque ligeira
    el
    ελαφρύ αντιαρματικό όπλο
  • defence
    arma convencional
    el
    συμβατικές δυνάμεις, συμβατικό όπλο
  • military equipment
    arma semiautomática
    el
    αυτογεμές όπλο, ημιαυτόματο όπλο
  • defence
    arma bacteriológica
    el
    βακτηριολογικό όπλο
  • military equipment
    arma de fragmentação
    el
    όπλο θραυσματοποίησης
  • defence / European Union
    vetor nuclear / vetor de arma nuclear
    el
    φορέας πυρηνικής βολής, όχημα πυρηνικής βολής, όχημα-εκτοξευτής πυρηνικών όπλων, φορέας εκτόξευσης
  • defence / migration / European Union / technology and technical regulations
    arma de fogo de guerra
    el
    πολεμικό πυροβόλο όπλο
  • public safety / military equipment
    arma de pequeno calibre
    el
    φορητό όπλο
  • arms policy / military equipment
    arma de fogo desativada
    el
    απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο
  • defence
    arma nuclear estratégica
    el
    στρατηγικό πυρηνικό όπλο
  • military equipment
    arma de destruição maciça / ADM
    el
    όπλο μαζικής καταστροφής, ΟΜΚ
  • military equipment
    arma anticarro teleguiada / arma antitanque teleguiada
    el
    αντιαρματικό κατευθυνόμενο όπλο
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – arma no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-19 15:07:13]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada arma

thumbnail gesto
ver

Provérbios

  • Em tempo de guerra não se limpam armas.
  • Lisboa é praça de armas, Coimbra dos estudantes, Porto dos mercadores, Vila Real dos amantes.
  • Se as armas falam, as leis se calam.
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • military equipment / personal weapon
    arma
    el
    όπλο
  • military equipment
    arma antitanque / arma ACar / arma anticarro
    el
    αντιαρματικό όπλο
  • military equipment
    arma de mão / arma curta / arma de fogo curta
    el
    ελαφρό φορητό όπλο, ελαφρό πυροβόλο όπλο
  • military equipment
    arma longa / arma de fogo longa
    el
    μακρύκανο πυροβόλο όπλο
  • military equipment
    arma de fogo curta / arma curta
    el
    βραχύκαννο όπλο, βραχύ πυροβόλο όπλο
  • defence
    arma longa
    el
    μακρύκαννο όπλο
  • defence
    arma curta
    el
    βραχύκαννο όπλο
  • medical science
    arma tóxica
    el
    τοξινικό όπλο
  • air transport
    arma oculta
    el
    κρυμμένο όπλο
  • tariff policy / defence / technology and technical regulations
    arma branca
    el
    αγχέμαχο όπλο
  • public safety / military equipment
    arma ligeira
    el
    ελαφρύς οπλισμός
  • international conflict / military equipment / nuclear industry
    arma nuclear
    el
    πυρηνικά όπλα
  • criminal law / firearms and munitions
    arma de fogo
    el
    πυροβόλο όπλο
  • defence / military equipment / common security and defence policy
    arma química
    el
    χημικό όπλο
  • administrative law
    arma binária
    el
    διωνυμικό όπλο,διώνυμο όπλο
  • military equipment
    arma de tiro a tiro / arma monotiro
    el
    όπλο μίας βολής, πυροβόλο όπλο μονής βολής
  • defence
    arma de laser
    el
    όπλα ακτίνων λέιζερ
  • statistics / SCIENCE
    processo autorregressivo de médias móveis misto / processo ARMA
    el
    μικτή αυτοπαλινδρομική διαδικασία κινητού μέσου
  • defence / technology and technical regulations
    porte de arma
    el
    οπλοφορία
  • defence / European Union
    arma proibida
    el
    απαγορευμένο όπλο
  • defence / European Union / migration / technology and technical regulations
    arma de aviso
    el
    όπλο για βολές σηματοδοσίας' όπλο σηματοδοσίας
  • military equipment
    arma combinada
    el
    συνδυασμένο όπλο, συνδυαστικό πυροβόλο όπλο
  • military equipment
    arma não letal
    el
    μη φονικό όπλο, μη θανατηφόρο όπλο
  • military equipment
    arma escalável
    el
    όπλο μεταβλητής ισχύος
  • ENVIRONMENT
    armas biológicas / arma biológica
    el
    βιολογικό όπλο
  • defence / chemistry
    arma biológica
    el
    βιολογικό όπλο
  • defence / technology and technical regulations
    arma mortífera
    el
    φονικό όπλο
  • defence / terrorism
    arma explosiva
    el
    εκρηκτικό όπλο
  • defence / European Union / migration / technology and technical regulations
    arma de alarme
    el
    όπλο προοριζόμενο να δίνει σήμα συναγερμού
  • military equipment
    arma de guerra
    el
    πολεμικό όπλο
  • military equipment
    espingarda de assalto / arma de assalto
    el
    τυφέκιο εφόδου, όπλο εφόδου
  • military equipment
    arma automática / arma de fogo automática
    el
    πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο, αυτόματο όπλο, αυτόματο πυροβόλο όπλο
  • defence
    arma individual
    el
    ατομικό όπλο, ατομικός οπλισμός
  • public safety / criminal law / technology and technical regulations / nuclear energy
    engenho de dispersão radiológica / arma radiológica / bomba suja / RDD
    el
    συσκευή διασποράς ραδιενεργών εκπομπών, βρώμικη βόμβα, μηχανισμός διασκορπισμού ραδιενέργειας
  • military equipment
    arma termobárica / bomba termobárica / bomba a vácuo
    el
    θερμοβαρική βόμβα
  • military equipment
    arma com báscula
    el
    αρθρωτό (πυροβόλο όπλο)
  • military equipment
    arma de fogo de repetição / arma de repetição
    el
    επαναληπτικό όπλο
  • military equipment
    arma anticarro ligeira / arma ACar ligeira / arma antitanque ligeira
    el
    ελαφρύ αντιαρματικό όπλο
  • defence
    arma convencional
    el
    συμβατικές δυνάμεις, συμβατικό όπλο
  • military equipment
    arma semiautomática
    el
    αυτογεμές όπλο, ημιαυτόματο όπλο
  • defence
    arma bacteriológica
    el
    βακτηριολογικό όπλο
  • military equipment
    arma de fragmentação
    el
    όπλο θραυσματοποίησης
  • defence / European Union
    vetor nuclear / vetor de arma nuclear
    el
    φορέας πυρηνικής βολής, όχημα πυρηνικής βολής, όχημα-εκτοξευτής πυρηνικών όπλων, φορέας εκτόξευσης
  • defence / migration / European Union / technology and technical regulations
    arma de fogo de guerra
    el
    πολεμικό πυροβόλο όπλο
  • public safety / military equipment
    arma de pequeno calibre
    el
    φορητό όπλο
  • arms policy / military equipment
    arma de fogo desativada
    el
    απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο
  • defence
    arma nuclear estratégica
    el
    στρατηγικό πυρηνικό όπλο
  • military equipment
    arma de destruição maciça / ADM
    el
    όπλο μαζικής καταστροφής, ΟΜΚ
  • military equipment
    arma anticarro teleguiada / arma antitanque teleguiada
    el
    αντιαρματικό κατευθυνόμενο όπλο
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – arma no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-19 15:07:13]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais