hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
cáus.ti.coseparador fonéticaˈkawʃtiku
adjetivo
καυστικός
humor cáustico
καυστικό χιούμορ
ironia cáustica
καυστική ειρωνεία
soda cáustica
καυστικό νάτριο, καυστική σόδα
substância cáustica
καυστική ουσία
nome masculino
καυτήριο neutro
o nitrato de prata é um cáustico
ο νιτρικός άργυρος είναι ένα καυτήριο

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • medical science
    cáustico
    el
    καυστικός
  • medical science / chemistry
    cáustico
    el
    καυστικός
  • mechanical engineering
    tanque cáustico / tanque de armazenamento cáustico
    el
    δεξαμενή αποθηκεύσεως καυστικών ουσιών
  • chemical compound
    caramelo cáustico / caramelo simples / E150a
    el
    απλό καραμελόχρωμα, E150α
  • chemistry
    recipiente de lavagem cáustica de gás / purificador de gás cáustico / unidade de lavagem cáustica de gás
    el
    μονάς καυστικής εκπλύσεως
  • chemical compound
    caramelo de sulfito cáustico / E150b
    el
    καυστικό θειώδες καραμελόχρωμα, Ε150β
  • chemical compound
    detergente alcalino cáustico
    el
    καυστικό αλκαλικό απορρυπαντικό
  • chemical compound
    detergente não cáustico fortemente alcalino
    el
    μη καυστικό,έντονα αλκαλικό απορρυπαντικό
  • chemical compound
    detergente não cáustico ligeiramente alcalino
    el
    μη καυστικό,ελαφρά αλκαλικό απορρυπαντικό
  • pollution control measures
    lavagem cáustica
    el
    πλύση με καυστική ουσία, πλύση με χρήση καυστικής ουσίας, καυστική έκπλυση
  • chemistry
    potassa cáustica / hidróxido de potássio
    el
    καυστική ποτάσσα, υδροξείδιο του καλίου
  • iron, steel and other metal industries
    fissura cáustica
    el
    ρηγμάτωση λόγω καυστικών ουσιών
  • chemistry
    potassa cáustica
    el
    καυστικό κάλιο
  • chemistry
    óxido de estrôncio / protóxido de estrôncio / SrO / estronciana anidra / estronciana cáustica
    el
    οξείδιο του στροντίου, πρωτοξείδιο του στροντίου, SrO, άνυδρος στροντιανίτης, καυστικός στροντιανίτης
  • electronics and electrical engineering
    pilha de soda cáustica
    el
    στοιχείο υδροξειδίου του νατρίου, αλκαλικό στοιχείο
  • chemical compound
    lixívia / solução alcalina / lixívia de soda cáustica
    el
    αλισίβα
  • chemistry
    aquecedor de água cáustica / aquecedor tipo elétrico de água caustica
    el
    ηλεκτρικός θερμαντήρας καυστικού ύδατος
  • chemistry
    magnesite cáustica calcinada / MCC
    el
    ΚΦΜ, καυστικός φρυγμένος μαγνησίτης
  • industrial structures
    lenhina por extração cáustica / lenhina por extração alcalina
    el
    αλκαλο-λιγνίνη
  • mechanical engineering
    bomba de transferência de lixívia / bomba de transferência cáustica
    el
    αντλία μεταφοράς καυστικών ουσιών
  • mechanical engineering
    bomba de dosagem da soda cáustica / bomba doseadora da soda cáustica
    el
    δοσιμετρική αντλία καυστικής σόδας
  • chemistry / industrial structures
    resistente à solução de soda cáustica / resistente ao álcali
    el
    αντοχή σε αλκάλια
  • chemical compound
    tanque de solução cáustica para descontaminação
    el
    δοχείο καυστικών υγρών ραδιενεργού απορρυπάνσεως
  • chemical compound
    aquecedor do tanque de solução cáustica para descontaminação
    el
    θερμαντήρας δοχείου καυστικών υγρών ραδιενεργού απορρυπάνσεως
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – cáustico no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-14 06:49:26]. Disponível em

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • medical science
    cáustico
    el
    καυστικός
  • medical science / chemistry
    cáustico
    el
    καυστικός
  • mechanical engineering
    tanque cáustico / tanque de armazenamento cáustico
    el
    δεξαμενή αποθηκεύσεως καυστικών ουσιών
  • chemical compound
    caramelo cáustico / caramelo simples / E150a
    el
    απλό καραμελόχρωμα, E150α
  • chemistry
    recipiente de lavagem cáustica de gás / purificador de gás cáustico / unidade de lavagem cáustica de gás
    el
    μονάς καυστικής εκπλύσεως
  • chemical compound
    caramelo de sulfito cáustico / E150b
    el
    καυστικό θειώδες καραμελόχρωμα, Ε150β
  • chemical compound
    detergente alcalino cáustico
    el
    καυστικό αλκαλικό απορρυπαντικό
  • chemical compound
    detergente não cáustico fortemente alcalino
    el
    μη καυστικό,έντονα αλκαλικό απορρυπαντικό
  • chemical compound
    detergente não cáustico ligeiramente alcalino
    el
    μη καυστικό,ελαφρά αλκαλικό απορρυπαντικό
  • pollution control measures
    lavagem cáustica
    el
    πλύση με καυστική ουσία, πλύση με χρήση καυστικής ουσίας, καυστική έκπλυση
  • chemistry
    potassa cáustica / hidróxido de potássio
    el
    καυστική ποτάσσα, υδροξείδιο του καλίου
  • iron, steel and other metal industries
    fissura cáustica
    el
    ρηγμάτωση λόγω καυστικών ουσιών
  • chemistry
    potassa cáustica
    el
    καυστικό κάλιο
  • chemistry
    óxido de estrôncio / protóxido de estrôncio / SrO / estronciana anidra / estronciana cáustica
    el
    οξείδιο του στροντίου, πρωτοξείδιο του στροντίου, SrO, άνυδρος στροντιανίτης, καυστικός στροντιανίτης
  • electronics and electrical engineering
    pilha de soda cáustica
    el
    στοιχείο υδροξειδίου του νατρίου, αλκαλικό στοιχείο
  • chemical compound
    lixívia / solução alcalina / lixívia de soda cáustica
    el
    αλισίβα
  • chemistry
    aquecedor de água cáustica / aquecedor tipo elétrico de água caustica
    el
    ηλεκτρικός θερμαντήρας καυστικού ύδατος
  • chemistry
    magnesite cáustica calcinada / MCC
    el
    ΚΦΜ, καυστικός φρυγμένος μαγνησίτης
  • industrial structures
    lenhina por extração cáustica / lenhina por extração alcalina
    el
    αλκαλο-λιγνίνη
  • mechanical engineering
    bomba de transferência de lixívia / bomba de transferência cáustica
    el
    αντλία μεταφοράς καυστικών ουσιών
  • mechanical engineering
    bomba de dosagem da soda cáustica / bomba doseadora da soda cáustica
    el
    δοσιμετρική αντλία καυστικής σόδας
  • chemistry / industrial structures
    resistente à solução de soda cáustica / resistente ao álcali
    el
    αντοχή σε αλκάλια
  • chemical compound
    tanque de solução cáustica para descontaminação
    el
    δοχείο καυστικών υγρών ραδιενεργού απορρυπάνσεως
  • chemical compound
    aquecedor do tanque de solução cáustica para descontaminação
    el
    θερμαντήρας δοχείου καυστικών υγρών ραδιενεργού απορρυπάνσεως
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – cáustico no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-14 06:49:26]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais