Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
co.roseparador fonéticaˈkoru
nome masculino
1.
χορωδία feminino, κόρο neutro
coro formado por 30 membros
χορωδία που αποτελείται από 30 μέλη
coro misto
μεικτή χορωδία
2.
MÚSICA κόρο neutro
ouvir um coro renascentista
ακούω ένα αναγεννησιακό κόρο
3.
RELIGIÃO χορεία feminino
o coro dos anjos
η χορεία των αγγέλων
4.
(igrejas) χοροστάσιο neutro
altar do coro
βωμός στο χοροστάσιο
bancos do coro
στασίδια χοροστασίου
o coro de uma igreja católica
το χοροστάσιο μιας καθολικής εκκλησίας
5.
TEATRO χορός
o coro da tragédia grega
ο χορός της αρχαίας τραγωδίας
6.
figurado ομοφωνία feminino
ouviu-se um coro de protestos
ακούστηκε ομοφωνία διαμαρτυριών
7.
antiquado
(vento) μαΐστρος
bater um coro (a alguém)
τα ψάλλω (σε κάποιο)
em coro
με μια φωνή, εν χορώ
cantar/falar em coro
τραγουδώ/μιλώ με μια φωνή
fazer coro (com alguém)
ενώνω τη φωνή μου με τη φωνή (κάποιου)
livro do coro
ψαλτήρι
menino do coro
παπαδάκι
mestre do coro
διευθυντής χορωδίας
coro
Presente do Indicativo do verbo corar
expandir
eu
coro
tu
coras
ele, ela, você
cora
nós
coramos
vós
corais
eles, elas, vocês
coram

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • animal health / medical science
    coroa / banda coronária
    el
    σαρκώδες μέρος της χηλής
  • land transport / mechanical engineering
    coroa
    el
    κορωνοπήνιο
  • medical science
    coroa / coroa do dente / coroa dentária
    el
    στεφάνη, στεφάνη δοντιού, κορώνα
  • mechanical engineering / building and public works
    coroa de diamantes / coroa
    el
    στεφάνη με αδάμαντας
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    zona média das lentes / coroa
    el
    κεντρική ζώνη φακού
  • building and public works / life sciences
    teto / coroa
    el
    πλάτος στέψης
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    engrenagem anular / coroa
    el
    κώδωνας συμπλέκτη, κώδωνας συνδέσμου
  • European Monetary System
    coroa
    el
    εξωτερικό
  • electronics and electrical engineering
    coroa
    el
    ηλεκτρική απορροή, άλως, στέμμα
  • electronics and electrical engineering
    coroa
    el
    άλως, στέμμα
  • building and public works
    coroa
    el
    στέψη
  • mechanical engineering
    coroa
    el
    οδοντωτή στεφάνη, στεφάνη οδοντωτού τροχού
  • land transport / TRANSPORT
    coroa
    el
    στέμμα, στεφάνι, κορώνα
  • monetary relations / national currency
    coroa sueca
    el
    SEK, σουηδική κορόνα
  • monetary relations / national currency
    CZK / coroa checa
    el
    κορόνα Τσεχίας, CZK
  • natural and applied sciences
    coroa solar
    el
    ηλιακή κορώνα
  • chemical compound / industrial structures
    boquilha para cápsula de engastar / marisa para cápsula de engastar / marisa coroa
    el
    Kατσάρωμα στο τελείωμα πρεσσαριστών
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    marisa coroa
    el
    στόμιο για "κράουν"
  • land transport / TRANSPORT
    coroa da capa / cobertura da capa
    el
    διαγώνιο στρώμα οπλισμού πέλματος επισώτρου
  • materials technology
    cápsula coroa
    el
    στόμιο για στεματοφόρο πώμα
  • earth sciences
    toro em coroa
    el
    τόρος με κορώνα
  • medical science
    coroa digital
    el
    δακτυλήθρα
  • monetary relations / national currency
    coroa estónia
    el
    EEK, εσθονική κορόνα
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    vidro em coroa / vidro soprado em forma de disco
    el
    στεφανύαλος
  • mechanical engineering
    porca de coroa / porca castelada
    el
    πυργωτό περικόχλιο
  • land transport / TRANSPORT
    coroa da caixa
    el
    πέλμα κυτιοειδούς δοκού
  • mechanical engineering
    coroa em ferro
    el
    σιδηρούς δακτύλιος
  • mechanical engineering
    coroa exterior
    el
    εσωτερική οδόντωση, εξωτερικός ήλιος
  • mechanical engineering
    coroa circular
    el
    δακτυλιοειδής συλλέκτης, περιμετρικός συλλέκτης
  • mechanical engineering
    coroa circular
    el
    περιμετρικός θάλαμος καύσης, δακτυλιοειδής θάλαμος καύσης
  • monetary relations / national currency
    coroa eslovaca
    el
    κορόνα Σλοβακίας, σλοβακική κορόνα, SKK
  • monetary relations / national currency
    coroa islandesa
    el
    ισλανδική κορόνα, κορόνα Ισλανδίας, ISK
  • natural and applied sciences
    efeito de coroa / descarga em coroa
    el
    στεμματοειδής εκκένωση
  • life sciences
    coroa da aurora
    el
    σελαϊκό στέμμα, πολικό στέμμα
  • earth sciences
    efeito de coroa
    el
    στεματόμορφη εκκένωση
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    coroa principal
    el
    μέγιστος οδοντοτροχός συστήματος μετάδοσης κίνησης, μέγιστος οδοντοτροχός
  • land transport / TRANSPORT
    coroa do quadro
    el
    πέλμα νομέα, πέλμα διατομής νομέα
  • monetary relations / national currency
    coroa norueguesa
    el
    NOK, κορόνα Νορβηγίας, νορβηγική κορόνα
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    barrete-de-padre / abóbora-de-coroa
    el
    σπούρδα, κουκούρβιτα η μεγίστη, κοκκινοκολοκυθιά
  • mechanical engineering
    coroa de embutir
    el
    επενδυμένη στεφάνη
  • parliamentary procedure / parliament / constitutional monarchy
    discurso do trono / Discurso da Coroa
    el
    Ομιλία του Θρόνου
  • chemical compound / industrial structures
    coroa de sopragem / caixão de sopragem
    el
    Kιβώτιο φυσήματος
  • natural and applied sciences / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    formação em coroa
    el
    διαμόρφωση σε σχήμα ατέμματος
  • monetary relations / national currency
    coroa dinamarquesa
    el
    δανική κορόνα, κορόνα Δανίας, DKK
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    sopragem em discos / sopragem em coroas
    el
    τεχνική στεφανυάλου
  • coal industry / building and public works
    coroa de diamantes
    el
    στεφάνη με αδάμαντας, κορώνα με αδαμάντας
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – coro no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-20 20:47:27]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada coro

thumbnail gesto
ver

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • animal health / medical science
    coroa / banda coronária
    el
    σαρκώδες μέρος της χηλής
  • land transport / mechanical engineering
    coroa
    el
    κορωνοπήνιο
  • medical science
    coroa / coroa do dente / coroa dentária
    el
    στεφάνη, στεφάνη δοντιού, κορώνα
  • mechanical engineering / building and public works
    coroa de diamantes / coroa
    el
    στεφάνη με αδάμαντας
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    zona média das lentes / coroa
    el
    κεντρική ζώνη φακού
  • building and public works / life sciences
    teto / coroa
    el
    πλάτος στέψης
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    engrenagem anular / coroa
    el
    κώδωνας συμπλέκτη, κώδωνας συνδέσμου
  • European Monetary System
    coroa
    el
    εξωτερικό
  • electronics and electrical engineering
    coroa
    el
    ηλεκτρική απορροή, άλως, στέμμα
  • electronics and electrical engineering
    coroa
    el
    άλως, στέμμα
  • building and public works
    coroa
    el
    στέψη
  • mechanical engineering
    coroa
    el
    οδοντωτή στεφάνη, στεφάνη οδοντωτού τροχού
  • land transport / TRANSPORT
    coroa
    el
    στέμμα, στεφάνι, κορώνα
  • monetary relations / national currency
    coroa sueca
    el
    SEK, σουηδική κορόνα
  • monetary relations / national currency
    CZK / coroa checa
    el
    κορόνα Τσεχίας, CZK
  • natural and applied sciences
    coroa solar
    el
    ηλιακή κορώνα
  • chemical compound / industrial structures
    boquilha para cápsula de engastar / marisa para cápsula de engastar / marisa coroa
    el
    Kατσάρωμα στο τελείωμα πρεσσαριστών
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    marisa coroa
    el
    στόμιο για "κράουν"
  • land transport / TRANSPORT
    coroa da capa / cobertura da capa
    el
    διαγώνιο στρώμα οπλισμού πέλματος επισώτρου
  • materials technology
    cápsula coroa
    el
    στόμιο για στεματοφόρο πώμα
  • earth sciences
    toro em coroa
    el
    τόρος με κορώνα
  • medical science
    coroa digital
    el
    δακτυλήθρα
  • monetary relations / national currency
    coroa estónia
    el
    EEK, εσθονική κορόνα
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    vidro em coroa / vidro soprado em forma de disco
    el
    στεφανύαλος
  • mechanical engineering
    porca de coroa / porca castelada
    el
    πυργωτό περικόχλιο
  • land transport / TRANSPORT
    coroa da caixa
    el
    πέλμα κυτιοειδούς δοκού
  • mechanical engineering
    coroa em ferro
    el
    σιδηρούς δακτύλιος
  • mechanical engineering
    coroa exterior
    el
    εσωτερική οδόντωση, εξωτερικός ήλιος
  • mechanical engineering
    coroa circular
    el
    δακτυλιοειδής συλλέκτης, περιμετρικός συλλέκτης
  • mechanical engineering
    coroa circular
    el
    περιμετρικός θάλαμος καύσης, δακτυλιοειδής θάλαμος καύσης
  • monetary relations / national currency
    coroa eslovaca
    el
    κορόνα Σλοβακίας, σλοβακική κορόνα, SKK
  • monetary relations / national currency
    coroa islandesa
    el
    ισλανδική κορόνα, κορόνα Ισλανδίας, ISK
  • natural and applied sciences
    efeito de coroa / descarga em coroa
    el
    στεμματοειδής εκκένωση
  • life sciences
    coroa da aurora
    el
    σελαϊκό στέμμα, πολικό στέμμα
  • earth sciences
    efeito de coroa
    el
    στεματόμορφη εκκένωση
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    coroa principal
    el
    μέγιστος οδοντοτροχός συστήματος μετάδοσης κίνησης, μέγιστος οδοντοτροχός
  • land transport / TRANSPORT
    coroa do quadro
    el
    πέλμα νομέα, πέλμα διατομής νομέα
  • monetary relations / national currency
    coroa norueguesa
    el
    NOK, κορόνα Νορβηγίας, νορβηγική κορόνα
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    barrete-de-padre / abóbora-de-coroa
    el
    σπούρδα, κουκούρβιτα η μεγίστη, κοκκινοκολοκυθιά
  • mechanical engineering
    coroa de embutir
    el
    επενδυμένη στεφάνη
  • parliamentary procedure / parliament / constitutional monarchy
    discurso do trono / Discurso da Coroa
    el
    Ομιλία του Θρόνου
  • chemical compound / industrial structures
    coroa de sopragem / caixão de sopragem
    el
    Kιβώτιο φυσήματος
  • natural and applied sciences / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    formação em coroa
    el
    διαμόρφωση σε σχήμα ατέμματος
  • monetary relations / national currency
    coroa dinamarquesa
    el
    δανική κορόνα, κορόνα Δανίας, DKK
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    sopragem em discos / sopragem em coroas
    el
    τεχνική στεφανυάλου
  • coal industry / building and public works
    coroa de diamantes
    el
    στεφάνη με αδάμαντας, κορώνα με αδαμάντας
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – coro no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-20 20:47:27]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais