des.ca.ir dəʃkɐˈir
verbo transitivo
κατεβάζω
descaiu os ombros
κατέβασε τους ώμους του
verbo intransitivo
1.
γέρνω
a alça rompeu-se e o vestido descaiu dum dos lados
η τιράντα έσπασε και το φόρεμα έγειρε προς τη μια μεριά
com o peso dos sacos, o ombro descaiu
με το βάρος των σακουλών, ο ώμος έγειρε
devido ao acidente, o para-choques descaiu para a esquerda
με το ατύχημα, ο προφυλακτήρας έγειρε αριστερά
2.
μεταπίπτω [para, σε], παίρνω τροπή [para, προς]
conversa que descaiu para a coscuvilhice
συζήτηση που μετέπεσε στο κουτσομπολιό
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – descair no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-07 23:33:55]. Disponível em