des.com.por dəʃkõˈpor
verbo transitivo
1.
ανακατεύω, ανακατώνω, χαλώ
larga-me, estás a descompor-me o cabelo!
άσε με, μου χαλάς τα μαλλιά!
2.
παραμορφώνω
a mágoa descompunha-lhe o rosto
η οδύνη παραμόρφωνε το πρόσωπό του
3.
κατσαδιάζω, μαλώνω, επιπλήττω, στολίζω figurado
descompôs o filho à frente de todos
κατσάδιασε το γιο του μπροστά σε όλους
fartou-se de o descompor
τον κατσάδιασε για τα καλά
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – descompor no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-11 18:25:08]. Disponível em