far.tar
fɐrˈtar

verbo transitivo
1.
χορταίνω
as provisões davam para fartar um regimento
οι προμήθειες ήταν αρκετές για να χορτάσουν ένα σύνταγμα
fartar a fome/sede (de alguém)
χορταίνω την πείνα/δίψα (κάποιου)
fartar a vista com a beleza duma paisagem
χορταίνω τα μάτια μου με την ομορφιά ενός τοπίου
havia comida capaz de fartar qualquer um
υπήρχε φαγητό που θα χόρταινε τον οποιονδήποτε
2.
μπουκώνω, στουμπώνω
tanta comida fartou-me o estômago
τόσο φαγητό μπούκωσε το στομάχι μου
3.
ικανοποιώ
fez o que pôde para fartar a sua ânsia de poder
έκανε ό,τι μπόρεσε για να ικανοποιήσει τη δίψα του για εξουσία
4.
μπουχτίζω
aquele ambiente de ociosidade fartou-a depressa
εκείνο το κλίμα απραξίας την μπούχτισε γρήγορα
esta conversa já me fartou!
αυτή η συζήτηση με μπούχτισε!
até fartar
μέχρι σκασμού
Partilhar
Como referenciar 
Porto Editora – fartar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-03-21 11:08:48]. Disponível em