hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
fe.char separador fonéticafəˈʃar

conjugação

verbo transitivo
1.
κλείνω
a companhia fechou a luz por duas horas
η εταιρεία έκλεισε το φως για δύο ώρες
a notícia não saiu no jornal, porque já tinham fechado a edição
η είδηση δεν βγήκε στην εφημερίδα, γιατί είχαν ήδη κλείσει την έκδοση
devido a obras, fecharam a estrada
λόγω έργων, έκλεισαν το δρόμο
ele entrou e fechou a porta
αυτός μπήκε κι έκλεισε την πόρτα
fecha a televisão!
κλείσε την τηλεόραση!
fecha o casaco, que está frio
κλείσε το σακάκι σου, κάνει κρύο
fechar a boca
κλείνω το στόμα μου
fechar a luz
κλείνω το φως
fecharam o poço, porque já não tinha água
έκλεισαν το πηγάνι, γιατί δεν είχε πια νερό
fechar a torneira
κλείνω τη βρύση
fechar conta bancária
κλείνω τραπεζικό λογαριασμό
fechar hermeticamente (alguma coisa)
κλείνω (κάτι) ερμητικά
fechar uma empresa/loja
κλείνω μια επιχείρηση/ένα μαγαζί
fechar um acordo
κλείνω μια συμφωνία
fechar um baú
κλείνω ένα μπαούλο
fechar um contrato
κλείνω μια συμφωνία
fechar um envelope
κλείνω έναν φάκελο
fechou a carta com os cumprimentos do costume
έκλεισε το γράμμα με τους συνηθισμένους χαιρετισμούς
fechou a oficina e regressou a casa
έκλεισε το εργαστήριο και γύρισε σπίτι
fechou a revista e pousou-a
έκλεισε το περιοδικό και το ακούμπησε
o tempo se encarregou de fechar aquela ferida
ο καιρός ανέλαβε να κλείσει εκείνη την πληγή
reformou-se e fechou a barbearia
πήρε σύνταξη και έκλεισε το κουρείο
uma cancela fechava o caminho
μια καγκελόπορτα έκλεινε το δρόμο
2.
κλειδώνω
ela fechou as joias no cofre
αυτή κλείδωσε τα κοσμήματα στο χρηματοκιβώτιο
verbo intransitivo
κλείνω
a Bolsa fechou em alta/baixa
το χρηματιστήριο έκλεισε με άνοδο/υποχώρηση
a esta hora, os supermercados ainda não fecharam
αυτή την ώρα, τα σουπερμάρκετ δεν έκλεισαν ακόμα
a ferida começou a fechar
η πληγή άρχισε να κλείνει
antigamente havia aqui um café, mas já fechou
παλιά εδώ υπήρχε ένα καφέ, μα έκλεισε
o prazo de entrega fechou ontem
η προθεσμία παράδοσης έκλεισε χτες
fechar à chave
κλειδώνω
(comércio) fechar a escrita
κλείνω τα βιβλία
fechar a sete chaves
κλειδαμπαρώνω
fechar com chave de ouro
τελειώνω (κάτι) με τον καλύτερο τρόπο
figurado fechar os olhos
κλείνω τα μάτια μου, πεθαίνω
fechar os olhos a
κάνω τα στραβά μάτια σε

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • electronics and electrical engineering
    fechar / ligar
    el
    το συνδέειν χειροκινήτως
  • FINANCE
    fechar
    el
    ολοκληρώνω μια συναλλαγή
  • electronics and electrical engineering
    fechar malha / fechar anel
    el
    διαδικασία συνδέσεως σε δακτύλιο
  • fisheries
    fechar a rede / fechar a retenida
    el
    στιγγάρισμα, κλείσιμο
  • communications / land transport / TRANSPORT
    fechar o sinal
    el
    βάζω το σήμα σε ένδειξη στάθμευσης, διευθετώ το σήμα σε ένδειξη στάθμευσης, βάζω το σήμα σε θέση στάθμευσης, διευθετώ το σήμα σε θέση στάθμευσης
  • industrial structures
    fechar fendidos
    el
    προβαίνω σε πιστάρισμα της σχισμής, προβαίνω σε πιστάρισμα του αυλακιού, προβαίνω σε πιστάρισμα της χαρακιάς
  • industrial structures
    fechar fendidos
    el
    κλείνω το λούκι της σόλας
  • administrative law / materials technology
    fechar a agulheta
    el
    διακόπτω την παροχή αυλού, κλείνω τον αυλό
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    rodar para fechar
    el
    να ασφαλίσει στρέφοντας
  • mechanical engineering / building and public works
    contacto de fechar
    el
    επαφή λειτουργίας, επαφή κανονικά ανοιχτή
  • electronics and electrical engineering
    fechar o regulador
    el
    κλείνω τον ρεγουλατόρο, κλείνω τον ρυθμιστή
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    fechar um circuito
    el
    κλείνω κύκλωμα
  • natural and applied sciences / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    fechar com uma só mão
    el
    κλείσιμο με ένα χέρι
  • mechanical engineering / building and public works
    botão de fechar portas
    el
    κομβίο για το κλείσιμο της πόρτας
  • mechanical engineering / building and public works
    botão de fechar portas
    el
    κομβίο για το κλείσιμο της πόρτας
  • data processing / information technology and data processing
    fechar todas as janelas
    el
    κλείνω όλα τα παράθυρα της οθόνης
  • materials technology / mechanical engineering
    máquina de fechar caixas
    el
    συρταροκολλητική μηχανή, μηχανή κλεισίματος πτυσσόμενων κουτιών
  • leather industry
    máquina de fechar fendidos
    el
    μηχανή κλεισίματος χαρακιάς, μηχανή κλεισίματος αυλακιάς
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    fechar circuito de energia
    el
    να κλείσει το κύκλωμα διέγερσης
  • land transport / TRANSPORT
    fechar uma linha ao tráfego
    el
    σταματώ την κυκλοφορία σε μια γραμμή, κλείνω γραμμή στην κυκλοφορία
  • mechanical engineering
    fechar sobre carga inercial
    el
    ακινητοποίηση με το ίδιο βάρος
  • chemical compound
    fechar pela ação da gravidade
    el
    κλείσιμο με βαρύτητα
  • communications policy / information technology and data processing
    fechar a receção de mensagens
    el
    κλείνω το γραμματοκιβώτιο
  • data processing / information technology and data processing
    fechar um ficheiro de comandos
    el
    κλείσιμο αρχείου εντολών
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    máquina de abrir e fechar moldes
    el
    μηχανισμός φορμαρίσματος
  • S12 / não fechar hermeticamente o recipiente
    el
    μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο, Σ12
  • chemical compound / industrial structures
    bordo em fusão para fechar hermeticamente / bordo para soldar
    el
    Σφράγισμα με λιώσιμο της άκρης
  • mechanical engineering
    fechar completamente o caminho do escoamento
    el
    φράσσω την οδό ροής
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – fechar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-12 16:39:43]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada fechar

thumbnail gesto
ver

Provérbios

  • A boca do ambicioso só se fecha com a sepultura.
  • A comprar cavalo e a escolher fecha os olhos e encomenda-te a Deus.
  • A ladrão de casa não se fecha a porta.
  • Em boca fechada não entra mosquito.
  • Bolsa de jogador não tem fecho.
  • Bom é Deus e está fechado no sacrário.
  • Casa fechada, casa estragada.
  • De livro fechado não sai letrado.
  • Deus fecha uma porta e abre um cento.
  • Em boca fechada não entra mosca.
  • Gota é mal de rico; cura-se fechando o bico.
  • Livro fechado não faz letrado.
  • Minha porta fechada, minha cabeça guardada.
  • O amor é cego e a amizade fecha os olhos.
  • O que fala com os olhos fechados, quer ver os outros enganados.
  • Quando a companhia não é certa, uma vista fechada e outra aberta.
  • Quem não sabe ser caixeiro fecha a loja.
ver+
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • electronics and electrical engineering
    fechar / ligar
    el
    το συνδέειν χειροκινήτως
  • FINANCE
    fechar
    el
    ολοκληρώνω μια συναλλαγή
  • electronics and electrical engineering
    fechar malha / fechar anel
    el
    διαδικασία συνδέσεως σε δακτύλιο
  • fisheries
    fechar a rede / fechar a retenida
    el
    στιγγάρισμα, κλείσιμο
  • communications / land transport / TRANSPORT
    fechar o sinal
    el
    βάζω το σήμα σε ένδειξη στάθμευσης, διευθετώ το σήμα σε ένδειξη στάθμευσης, βάζω το σήμα σε θέση στάθμευσης, διευθετώ το σήμα σε θέση στάθμευσης
  • industrial structures
    fechar fendidos
    el
    προβαίνω σε πιστάρισμα της σχισμής, προβαίνω σε πιστάρισμα του αυλακιού, προβαίνω σε πιστάρισμα της χαρακιάς
  • industrial structures
    fechar fendidos
    el
    κλείνω το λούκι της σόλας
  • administrative law / materials technology
    fechar a agulheta
    el
    διακόπτω την παροχή αυλού, κλείνω τον αυλό
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    rodar para fechar
    el
    να ασφαλίσει στρέφοντας
  • mechanical engineering / building and public works
    contacto de fechar
    el
    επαφή λειτουργίας, επαφή κανονικά ανοιχτή
  • electronics and electrical engineering
    fechar o regulador
    el
    κλείνω τον ρεγουλατόρο, κλείνω τον ρυθμιστή
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    fechar um circuito
    el
    κλείνω κύκλωμα
  • natural and applied sciences / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    fechar com uma só mão
    el
    κλείσιμο με ένα χέρι
  • mechanical engineering / building and public works
    botão de fechar portas
    el
    κομβίο για το κλείσιμο της πόρτας
  • mechanical engineering / building and public works
    botão de fechar portas
    el
    κομβίο για το κλείσιμο της πόρτας
  • data processing / information technology and data processing
    fechar todas as janelas
    el
    κλείνω όλα τα παράθυρα της οθόνης
  • materials technology / mechanical engineering
    máquina de fechar caixas
    el
    συρταροκολλητική μηχανή, μηχανή κλεισίματος πτυσσόμενων κουτιών
  • leather industry
    máquina de fechar fendidos
    el
    μηχανή κλεισίματος χαρακιάς, μηχανή κλεισίματος αυλακιάς
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    fechar circuito de energia
    el
    να κλείσει το κύκλωμα διέγερσης
  • land transport / TRANSPORT
    fechar uma linha ao tráfego
    el
    σταματώ την κυκλοφορία σε μια γραμμή, κλείνω γραμμή στην κυκλοφορία
  • mechanical engineering
    fechar sobre carga inercial
    el
    ακινητοποίηση με το ίδιο βάρος
  • chemical compound
    fechar pela ação da gravidade
    el
    κλείσιμο με βαρύτητα
  • communications policy / information technology and data processing
    fechar a receção de mensagens
    el
    κλείνω το γραμματοκιβώτιο
  • data processing / information technology and data processing
    fechar um ficheiro de comandos
    el
    κλείσιμο αρχείου εντολών
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    máquina de abrir e fechar moldes
    el
    μηχανισμός φορμαρίσματος
  • S12 / não fechar hermeticamente o recipiente
    el
    μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο, Σ12
  • chemical compound / industrial structures
    bordo em fusão para fechar hermeticamente / bordo para soldar
    el
    Σφράγισμα με λιώσιμο της άκρης
  • mechanical engineering
    fechar completamente o caminho do escoamento
    el
    φράσσω την οδό ροής
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – fechar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-12 16:39:43]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais