i.men.so
iˈmẽsu

adjetivo
1.
απέραντος, αχανής, άπειρος
a planície estendia-se por uma extensão imensa
η πεδιάδα απλωνόταν σε μια αχανή έκταση
o horizonte imenso
ο απέραντος ορίζοντας
2.
απέραντος, τεράστιος
a tentativa teve imenso êxito
το εγχείρημα είχε τεράστια επιτυχία
sentir uma dor imensa
νιώθω απέραντη λύπη
uma alegria imensa
μια απέραντη χαρά
viver numa pobreza imensa
ζω μέσα σε απέραντη φτώχια
3.
πάρα πολύς
ela tem imensos problemas
αυτή έχει πάρα πολλά προβλήματα
gastou imenso dinheiro
ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα
isso já aconteceu imensas vezes
αυτό έχει γίνει πάρα πολλές φορές
tive imenso prazer em o ver
χάρηκα πάρα πολύ που τον είδα
tiveste imensa sorte
είχες πάρα πολλή τύχη
advérbio
πάρα πολύ
esperei imenso
περίμενα πάρα πολύ
gosto imenso dele
τον αγαπώ πάρα πολύ
Partilhar
Como referenciar 
Porto Editora – no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2025-03-27 23:31:28]. Disponível em