im.per.ti.nên.ci.aĩpərtiˈnẽsjɐ
nome feminino
1.
αυθάδεια, αναίδεια, θράσος neutro, θρασύτητα
não posso desculpar aquela impertinência
δεν μπορώ να συγχωρέσω εκείνο το θράσος
2.
αυθάδικη κουβέντα, αυθάδικη πράξη
dizer impertinências
λέω αυθάδικες κουβέντες
3.
ατοπία, αστοχία
assinalar a impertinência dum comentário
επισημαίνω την αστοχία ενός σχολίου
4.
οχληρότητα
a impertinência dum comportamento
η οχληρότητα μιας συμπεριφοράς
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – impertinência no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-12 17:27:01]. Disponível em