hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
adjetivo de 2 géneros
1.
ανεπαρκής, ελλιπής
a acusação baseia-se em dados insuficientes
η κατηγορία βασίζεται σε ελλιπή στοιχεία
dispomos de uma quantidade insuficiente de água
διαθέτουμε ανεπαρκή ποσότητα νερού
endereço insuficiente
ελλιπής διεύθυνση
2.
ανεπαρκής
as informações por ele fornecidas foram insuficientes
οι πληροφορίες που έδωσε αποδείχτηκαν ανεπαρκείς
considera insuficiente a verba para o setor da educação
θεωρεί ανεπαρκές το κονδύλι για τον τομέα της παιδείας
o nível dos seus conhecimentos é insuficiente
το επίπεδο των γνώσεών του είναι ανεπαρκές
os meus esforços demonstraram-se insuficientes
οι προσπάθειές μου αποδείχτηκαν ανεπαρκείς

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • iron, steel and other metal industries
    fusão insuficiente / ponto colado
    el
    σημειακή ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως
  • land transport / TRANSPORT
    preço insuficiente
    el
    χαμηλά κόμιστρα εμπορευμάτων/επιβατών, ανεπάρκεια κομίστρων εμπορευμάτων/επιβατών
  • LAW / FINANCE
    título insuficiente
    el
    τίτλος μη καθαρός, βεβαρημένος τίτλος
  • materials technology / mechanical engineering
    endurecimento insuficiente / cozedura insuficiente
    el
    ανεπαρκές ψήσιμο
  • communications
    franqueamento insuficiente / franquia insuficiente
    el
    ανεπαρκής προπληρωμή
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    polimento insuficiente / acabamento deficiente / mal polido
    el
    κακή λείανση
  • materials technology
    embalagem insuficiente / embalagem defeituosa
    el
    ελαττωματική συσκευασία
  • humanities
    pagamento insuficiente
    el
    ανεπαρκής πληρωμή
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    cinzento / acabamento insuficiente
    el
    θαμπό γυαλί
  • air transport
    eliminação insuficiente
    el
    υπο-απόσβεση
  • chemical compound / industrial structures
    escorrimento insuficiente / baixa escoabilidade
    el
    Aνεπαρκής ρευστότης
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    estabilidade insuficiente
    el
    ανεπαρκής συγκράτηση στη θέση
  • INDUSTRY
    transformação insuficiente
    el
    ανεπαρκής μεταποίηση
  • medical science
    insuficiente crescimento fetal
    el
    ανεπαρκής ανάπτυξη του εμβρύου
  • education / child
    desempenho escolar insuficiente / subdesempenho
    el
    χαμηλές επιδόσεις, χαμηλές επιδόσεις στην εκπαίδευση, χαμηλές σχολικές επιδόσεις
  • education / information technology and data processing
    projeto de alcance insuficiente
    el
    υποκρίσιμο σύστημα
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    marca de retificação insuficiente
    el
    θόλωμα επιφανείας υαλοπίνακα μετά την στίλβωση
  • coal industry
    rebentamento com carga insuficiente
    el
    ανατίναξη με μειωμένη ποσότητα εκρηκτικού
  • chemical compound / industrial structures
    desbaste insuficiente depois do corte
    el
    Aνεπαρκές άνοιγμα μετά την κοπή
  • INDUSTRY
    operação de complemento de fabrico insuficiente
    el
    ανεπαρκής επεξεργασία
  • LAW
    destituído dos seus direitos por uso insuficiente
    el
    εκπίπτω των δικαιωμάτων μου λόγω ανεπαρκούς χρήσης
  • health
    o cheiro é insuficiente quando o valor-limite de exposição é ultrapassado!
    el
    η οσμή αποτελεί ανεπαρκή προειδοποίηση σχετικά με την υπέρβαση της οριακής τιμής έκθεσης!
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    manteiga insuficientemente malaxada
    el
    βούτυρο ανεπαρκώς μαλαχθέν, υδαρές βούτυρο
  • ECONOMICS / FINANCE
    empréstimo insuficientemente provisionado
    el
    δάνειο του οποίου η κάλυψη είναι ανεπαρκής
  • fiscal policy / multinational enterprise
    regra dos pagamentos insuficientemente tributados / regra de pagamentos subtributados / UTPR / regra dos lucros insuficientemente tributados
    el
    κανόνας σχετικά με τα κέρδη που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση, κανόνας σχετικά με τις πληρωμές που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση, κανόνας UTPR
  • building and public works / industrial structures
    tijolos vermelhos-pálidos insuficientemente cozidos
    el
    μαλακαί οπτόπλινθοι, ωχραί οπτόπλινθοι
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – insuficiente no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-10 19:16:52]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada insuficiente

thumbnail gesto
ver

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • iron, steel and other metal industries
    fusão insuficiente / ponto colado
    el
    σημειακή ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως
  • land transport / TRANSPORT
    preço insuficiente
    el
    χαμηλά κόμιστρα εμπορευμάτων/επιβατών, ανεπάρκεια κομίστρων εμπορευμάτων/επιβατών
  • LAW / FINANCE
    título insuficiente
    el
    τίτλος μη καθαρός, βεβαρημένος τίτλος
  • materials technology / mechanical engineering
    endurecimento insuficiente / cozedura insuficiente
    el
    ανεπαρκές ψήσιμο
  • communications
    franqueamento insuficiente / franquia insuficiente
    el
    ανεπαρκής προπληρωμή
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    polimento insuficiente / acabamento deficiente / mal polido
    el
    κακή λείανση
  • materials technology
    embalagem insuficiente / embalagem defeituosa
    el
    ελαττωματική συσκευασία
  • humanities
    pagamento insuficiente
    el
    ανεπαρκής πληρωμή
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    cinzento / acabamento insuficiente
    el
    θαμπό γυαλί
  • air transport
    eliminação insuficiente
    el
    υπο-απόσβεση
  • chemical compound / industrial structures
    escorrimento insuficiente / baixa escoabilidade
    el
    Aνεπαρκής ρευστότης
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    estabilidade insuficiente
    el
    ανεπαρκής συγκράτηση στη θέση
  • INDUSTRY
    transformação insuficiente
    el
    ανεπαρκής μεταποίηση
  • medical science
    insuficiente crescimento fetal
    el
    ανεπαρκής ανάπτυξη του εμβρύου
  • education / child
    desempenho escolar insuficiente / subdesempenho
    el
    χαμηλές επιδόσεις, χαμηλές επιδόσεις στην εκπαίδευση, χαμηλές σχολικές επιδόσεις
  • education / information technology and data processing
    projeto de alcance insuficiente
    el
    υποκρίσιμο σύστημα
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    marca de retificação insuficiente
    el
    θόλωμα επιφανείας υαλοπίνακα μετά την στίλβωση
  • coal industry
    rebentamento com carga insuficiente
    el
    ανατίναξη με μειωμένη ποσότητα εκρηκτικού
  • chemical compound / industrial structures
    desbaste insuficiente depois do corte
    el
    Aνεπαρκές άνοιγμα μετά την κοπή
  • INDUSTRY
    operação de complemento de fabrico insuficiente
    el
    ανεπαρκής επεξεργασία
  • LAW
    destituído dos seus direitos por uso insuficiente
    el
    εκπίπτω των δικαιωμάτων μου λόγω ανεπαρκούς χρήσης
  • health
    o cheiro é insuficiente quando o valor-limite de exposição é ultrapassado!
    el
    η οσμή αποτελεί ανεπαρκή προειδοποίηση σχετικά με την υπέρβαση της οριακής τιμής έκθεσης!
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    manteiga insuficientemente malaxada
    el
    βούτυρο ανεπαρκώς μαλαχθέν, υδαρές βούτυρο
  • ECONOMICS / FINANCE
    empréstimo insuficientemente provisionado
    el
    δάνειο του οποίου η κάλυψη είναι ανεπαρκής
  • fiscal policy / multinational enterprise
    regra dos pagamentos insuficientemente tributados / regra de pagamentos subtributados / UTPR / regra dos lucros insuficientemente tributados
    el
    κανόνας σχετικά με τα κέρδη που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση, κανόνας σχετικά με τις πληρωμές που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση, κανόνας UTPR
  • building and public works / industrial structures
    tijolos vermelhos-pálidos insuficientemente cozidos
    el
    μαλακαί οπτόπλινθοι, ωχραί οπτόπλινθοι
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – insuficiente no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-10 19:16:52]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais