- Língua portuguesa
- Bilingues
- Verbos
in.ter.rup.tor ĩtəʀuˈ(p)tor
nome masculino, feminino
διακόπτων
nome masculino
ELETRICIDADE διακόπτης
carregou no interruptor, e o espaço iluminou-se
πάτησε το διακόπτη και ο χώρος φωταγωγήθηκε
interruptor bipolar
διπολικός διακόπτης
Outros exemplos de uso
Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
- commercial transaction / financial marketinterruptor / disjuntorelμέτρα διακοπής συναλλαγών, διακοπή διαπραγμάτευσης, μέτρα περιορισμού συναλλαγών
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης εντός-εκτός
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelελεγκτήρας εντός/εκτός
- communications / humanitiesbotão / interruptorelκουμπί
- communications / communications policydisco interruptorelπεριστρεφόμενος δίσκος
- information technology and data processinginterruptor manualelΧειροκίνητος διακόπτης
- electronics and electrical engineeringcomutador / interruptor seletor / comutador seletorelδιακόπτης επιλογής, διακόπτης αναστροφής, διακόπτης επιλογής
- administrative lawcorta-circuito térmico / interruptor térmicoelΘερμικός διακόπτης
- coal industryinterruptor de tiro / disparadorelδιακόπτης σαφαλείας
- land transport / information technology and data processing / TRANSPORTinterruptor de boiaelαισθητήρας στάθμης με πλωτήρα
- mechanical engineeringinterruptor de boiaelδιακόπτης με πλωτήρα, διακόπτης με φλοτέρ
- air transportinterruptor seletorelδιακόπτης επιλογής
- mechanical engineering / building and public worksinterruptor de poçoelδιακόπτης στον πυθμένα του φρέατος διαδρομής
- electrical engineeringinterruptor térmicoelδιμεταλλικός
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor térmicoelθερμικός διακόπτης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor de pesoelδιακόπτης με σύνθλιψη
- electronics and electrical engineeringseletor rotativo / unisseletor / interruptor rotativo / comutador rotativoelπεριστροφικός διακόπτης, περιστροφικός μεταγωγέας
- electronics and electrical engineeringinterruptor de alimentação / interruptor de linhaelδιακόπτης ηλεκτροπαροχής, διακόπτης ισχύος
- land transport / TRANSPORTdisjuntor / interruptor de cargaelσυσκευή παρεμβολής, διακόπτης φορτίου
- electronics and electrical engineeringinterruptor estáticoelδιακόπτης στατικός
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor unipolarelμονοπολικός διακόπτης
- mechanical engineering / earth sciencesinterruptor de tempoelχρονοδιακόπτης
- earth sciencesinterruptor rotativoelστρεφόμενος διακόπτης, περιστροφικός διακόπτης
- mechanical engineering / building and public worksinterruptor de puxarelδιακόπτης έλξεως
- mechanical engineering / building and public worksinterruptor de puxarelδιακόπτης έλξεως
- electronics and electrical engineeringinterruptor de crashelδιακόπτης πρόσκρουσης
- electronics and electrical engineeringinterruptor sensívelelευαίσθητος διακόπτης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor de crashelδιακόπτης πρόσκρουσης
- electronics and electrical engineeringinterruptor luminosoelφωτεινή λαβή
- electronics and electrical engineeringinterruptor catódicoelδιακόπτης καθοδικός
- AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIESinterruptor isoladorelαπομονωτικός διακόπτης
- mechanical engineeringinterruptor mecânicoelμηχανικός διακόπτης ορόφου
- mechanical engineeringinterruptor de pararelδιακόπτης "στοπ", διακόπτης στάσης
- coal industryinterruptor de linhaelδιακόπτης γραμμής πυροδότησης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor de massaelπλακέτα ακροδεκτών αγωγών σωμάτωσης
- communicationsinterruptor rotativoelδιαμορφωτής, μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ
- communicationsinterruptor rotativoelπαλμογεννήτρια, τσόπερ
- communicationsinterruptor rotativoelμετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ, κατακόπτης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor da rampaelδιακόπτης ρεύματος εδάφους, διακόπτης εξωτερικής τροφοδοσίας
- electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORTinterruptor de secção / interruptor de seletorelδιακόπτης τμήματος
- electronics and electrical engineeringinterruptor analógicoelΑναλογικός διακόπτης
- mechanical engineeringinterruptor magnéticoelεπαγωγικός διακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptor de choqueelδιακόπτης με κρούση
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor magnéticoelωθούμενος διακόπτης με μαγνητική συγκράτηση
- earth sciencesinterruptor de folhaselδιακόπτης με φύλλα
ver+
Download IATE, European Union, 2023
Como referenciar
Porto Editora – interruptor no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-03 11:49:43]. Disponível em
palavras vizinhas
palavras parecidas
Outros exemplos de uso
Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
- commercial transaction / financial marketinterruptor / disjuntorelμέτρα διακοπής συναλλαγών, διακοπή διαπραγμάτευσης, μέτρα περιορισμού συναλλαγών
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης εντός-εκτός
- electronics and electrical engineeringinterruptorelδιακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptorelελεγκτήρας εντός/εκτός
- communications / humanitiesbotão / interruptorelκουμπί
- communications / communications policydisco interruptorelπεριστρεφόμενος δίσκος
- information technology and data processinginterruptor manualelΧειροκίνητος διακόπτης
- electronics and electrical engineeringcomutador / interruptor seletor / comutador seletorelδιακόπτης επιλογής, διακόπτης αναστροφής, διακόπτης επιλογής
- administrative lawcorta-circuito térmico / interruptor térmicoelΘερμικός διακόπτης
- coal industryinterruptor de tiro / disparadorelδιακόπτης σαφαλείας
- land transport / information technology and data processing / TRANSPORTinterruptor de boiaelαισθητήρας στάθμης με πλωτήρα
- mechanical engineeringinterruptor de boiaelδιακόπτης με πλωτήρα, διακόπτης με φλοτέρ
- air transportinterruptor seletorelδιακόπτης επιλογής
- mechanical engineering / building and public worksinterruptor de poçoelδιακόπτης στον πυθμένα του φρέατος διαδρομής
- electrical engineeringinterruptor térmicoelδιμεταλλικός
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor térmicoelθερμικός διακόπτης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor de pesoelδιακόπτης με σύνθλιψη
- electronics and electrical engineeringseletor rotativo / unisseletor / interruptor rotativo / comutador rotativoelπεριστροφικός διακόπτης, περιστροφικός μεταγωγέας
- electronics and electrical engineeringinterruptor de alimentação / interruptor de linhaelδιακόπτης ηλεκτροπαροχής, διακόπτης ισχύος
- land transport / TRANSPORTdisjuntor / interruptor de cargaelσυσκευή παρεμβολής, διακόπτης φορτίου
- electronics and electrical engineeringinterruptor estáticoelδιακόπτης στατικός
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor unipolarelμονοπολικός διακόπτης
- mechanical engineering / earth sciencesinterruptor de tempoelχρονοδιακόπτης
- earth sciencesinterruptor rotativoelστρεφόμενος διακόπτης, περιστροφικός διακόπτης
- mechanical engineering / building and public worksinterruptor de puxarelδιακόπτης έλξεως
- mechanical engineering / building and public worksinterruptor de puxarelδιακόπτης έλξεως
- electronics and electrical engineeringinterruptor de crashelδιακόπτης πρόσκρουσης
- electronics and electrical engineeringinterruptor sensívelelευαίσθητος διακόπτης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor de crashelδιακόπτης πρόσκρουσης
- electronics and electrical engineeringinterruptor luminosoelφωτεινή λαβή
- electronics and electrical engineeringinterruptor catódicoelδιακόπτης καθοδικός
- AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIESinterruptor isoladorelαπομονωτικός διακόπτης
- mechanical engineeringinterruptor mecânicoelμηχανικός διακόπτης ορόφου
- mechanical engineeringinterruptor de pararelδιακόπτης "στοπ", διακόπτης στάσης
- coal industryinterruptor de linhaelδιακόπτης γραμμής πυροδότησης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor de massaelπλακέτα ακροδεκτών αγωγών σωμάτωσης
- communicationsinterruptor rotativoelδιαμορφωτής, μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ
- communicationsinterruptor rotativoelπαλμογεννήτρια, τσόπερ
- communicationsinterruptor rotativoelμετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ, κατακόπτης
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor da rampaelδιακόπτης ρεύματος εδάφους, διακόπτης εξωτερικής τροφοδοσίας
- electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORTinterruptor de secção / interruptor de seletorelδιακόπτης τμήματος
- electronics and electrical engineeringinterruptor analógicoelΑναλογικός διακόπτης
- mechanical engineeringinterruptor magnéticoelεπαγωγικός διακόπτης
- electronics and electrical engineeringinterruptor de choqueelδιακόπτης με κρούση
- electronics and electrical engineering / earth sciencesinterruptor magnéticoelωθούμενος διακόπτης με μαγνητική συγκράτηση
- earth sciencesinterruptor de folhaselδιακόπτης με φύλλα
ver+
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
interruptor de palhetasUminterruptor de palhetas consiste numinterruptor contendo dois ou três fios de ferro, ou- campainha elétricaUma campainha elétrica é um dispositivo constituído por um
interruptor , um eletroíman, uma armadura - bobina de indução...utilização no laboratório. A corrente contínua convertida em alterna mediante um
interruptor flui através de - ND (neutral density)...ou cinema. Algumas câmaras contêm este filtro, que se ativa recorrendo a um simples
interruptor - manta de aquecimento...apresenta um
interruptor com três posições para deste modo se poder selecionar a posição de acordo com o - autoindução...corrente contínua em corrente alterna. Mediante a utilização de um
interruptor esta flui através de uma - célula fotovoltaica...sistema que necessite de um
interruptor que possa ser acionado pela presença ou não de luz. Estas células - efeito de KerrUtiliza-se a técnica da célula de Kerr, por exemplo, nas películas fotográficas. O
interruptor de Kerr é - transístor...conjunto funcione como amplificador ou como
interruptor . A condição fundamental para que o transístor
ver+
Como referenciar
Porto Editora – interruptor no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-03 11:49:43]. Disponível em
Recomendar
Para recomendar esta página a alguém, basta preencher os campos abaixo: