hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
in.ter.rup.tor separador fonéticaĩtəʀuˈ(p)tor
nome masculino, feminino
διακόπτων
nome masculino
ELETRICIDADE διακόπτης
carregou no interruptor, e o espaço iluminou-se
πάτησε το διακόπτη και ο χώρος φωταγωγήθηκε
interruptor bipolar
διπολικός διακόπτης

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • commercial transaction / financial market
    interruptor / disjuntor
    el
    μέτρα διακοπής συναλλαγών, διακοπή διαπραγμάτευσης, μέτρα περιορισμού συναλλαγών
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης εντός-εκτός
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    ελεγκτήρας εντός/εκτός
  • communications / humanities
    botão / interruptor
    el
    κουμπί
  • communications / communications policy
    disco interruptor
    el
    περιστρεφόμενος δίσκος
  • information technology and data processing
    interruptor manual
    el
    Χειροκίνητος διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    comutador / interruptor seletor / comutador seletor
    el
    διακόπτης επιλογής, διακόπτης αναστροφής, διακόπτης επιλογής
  • administrative law
    corta-circuito térmico / interruptor térmico
    el
    Θερμικός διακόπτης
  • coal industry
    interruptor de tiro / disparador
    el
    διακόπτης σαφαλείας
  • land transport / information technology and data processing / TRANSPORT
    interruptor de boia
    el
    αισθητήρας στάθμης με πλωτήρα
  • mechanical engineering
    interruptor de boia
    el
    διακόπτης με πλωτήρα, διακόπτης με φλοτέρ
  • air transport
    interruptor seletor
    el
    διακόπτης επιλογής
  • mechanical engineering / building and public works
    interruptor de poço
    el
    διακόπτης στον πυθμένα του φρέατος διαδρομής
  • electrical engineering
    interruptor térmico
    el
    διμεταλλικός
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor térmico
    el
    θερμικός διακόπτης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor de peso
    el
    διακόπτης με σύνθλιψη
  • electronics and electrical engineering
    seletor rotativo / unisseletor / interruptor rotativo / comutador rotativo
    el
    περιστροφικός διακόπτης, περιστροφικός μεταγωγέας
  • electronics and electrical engineering
    interruptor de alimentação / interruptor de linha
    el
    διακόπτης ηλεκτροπαροχής, διακόπτης ισχύος
  • land transport / TRANSPORT
    disjuntor / interruptor de carga
    el
    συσκευή παρεμβολής, διακόπτης φορτίου
  • electronics and electrical engineering
    interruptor estático
    el
    διακόπτης στατικός
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor unipolar
    el
    μονοπολικός διακόπτης
  • mechanical engineering / earth sciences
    interruptor de tempo
    el
    χρονοδιακόπτης
  • earth sciences
    interruptor rotativo
    el
    στρεφόμενος διακόπτης, περιστροφικός διακόπτης
  • mechanical engineering / building and public works
    interruptor de puxar
    el
    διακόπτης έλξεως
  • mechanical engineering / building and public works
    interruptor de puxar
    el
    διακόπτης έλξεως
  • electronics and electrical engineering
    interruptor de crash
    el
    διακόπτης πρόσκρουσης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor sensível
    el
    ευαίσθητος διακόπτης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor de crash
    el
    διακόπτης πρόσκρουσης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor luminoso
    el
    φωτεινή λαβή
  • electronics and electrical engineering
    interruptor catódico
    el
    διακόπτης καθοδικός
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    interruptor isolador
    el
    απομονωτικός διακόπτης
  • mechanical engineering
    interruptor mecânico
    el
    μηχανικός διακόπτης ορόφου
  • mechanical engineering
    interruptor de parar
    el
    διακόπτης "στοπ", διακόπτης στάσης
  • coal industry
    interruptor de linha
    el
    διακόπτης γραμμής πυροδότησης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor de massa
    el
    πλακέτα ακροδεκτών αγωγών σωμάτωσης
  • communications
    interruptor rotativo
    el
    διαμορφωτής, μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ
  • communications
    interruptor rotativo
    el
    παλμογεννήτρια, τσόπερ
  • communications
    interruptor rotativo
    el
    μετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ, κατακόπτης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor da rampa
    el
    διακόπτης ρεύματος εδάφους, διακόπτης εξωτερικής τροφοδοσίας
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    interruptor de secção / interruptor de seletor
    el
    διακόπτης τμήματος
  • electronics and electrical engineering
    interruptor analógico
    el
    Αναλογικός διακόπτης
  • mechanical engineering
    interruptor magnético
    el
    επαγωγικός διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor de choque
    el
    διακόπτης με κρούση
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor magnético
    el
    ωθούμενος διακόπτης με μαγνητική συγκράτηση
  • earth sciences
    interruptor de folhas
    el
    διακόπτης με φύλλα
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – interruptor no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-03 11:49:43]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada interruptor

thumbnail gesto
ver
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • commercial transaction / financial market
    interruptor / disjuntor
    el
    μέτρα διακοπής συναλλαγών, διακοπή διαπραγμάτευσης, μέτρα περιορισμού συναλλαγών
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης εντός-εκτός
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor
    el
    ελεγκτήρας εντός/εκτός
  • communications / humanities
    botão / interruptor
    el
    κουμπί
  • communications / communications policy
    disco interruptor
    el
    περιστρεφόμενος δίσκος
  • information technology and data processing
    interruptor manual
    el
    Χειροκίνητος διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    comutador / interruptor seletor / comutador seletor
    el
    διακόπτης επιλογής, διακόπτης αναστροφής, διακόπτης επιλογής
  • administrative law
    corta-circuito térmico / interruptor térmico
    el
    Θερμικός διακόπτης
  • coal industry
    interruptor de tiro / disparador
    el
    διακόπτης σαφαλείας
  • land transport / information technology and data processing / TRANSPORT
    interruptor de boia
    el
    αισθητήρας στάθμης με πλωτήρα
  • mechanical engineering
    interruptor de boia
    el
    διακόπτης με πλωτήρα, διακόπτης με φλοτέρ
  • air transport
    interruptor seletor
    el
    διακόπτης επιλογής
  • mechanical engineering / building and public works
    interruptor de poço
    el
    διακόπτης στον πυθμένα του φρέατος διαδρομής
  • electrical engineering
    interruptor térmico
    el
    διμεταλλικός
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor térmico
    el
    θερμικός διακόπτης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor de peso
    el
    διακόπτης με σύνθλιψη
  • electronics and electrical engineering
    seletor rotativo / unisseletor / interruptor rotativo / comutador rotativo
    el
    περιστροφικός διακόπτης, περιστροφικός μεταγωγέας
  • electronics and electrical engineering
    interruptor de alimentação / interruptor de linha
    el
    διακόπτης ηλεκτροπαροχής, διακόπτης ισχύος
  • land transport / TRANSPORT
    disjuntor / interruptor de carga
    el
    συσκευή παρεμβολής, διακόπτης φορτίου
  • electronics and electrical engineering
    interruptor estático
    el
    διακόπτης στατικός
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor unipolar
    el
    μονοπολικός διακόπτης
  • mechanical engineering / earth sciences
    interruptor de tempo
    el
    χρονοδιακόπτης
  • earth sciences
    interruptor rotativo
    el
    στρεφόμενος διακόπτης, περιστροφικός διακόπτης
  • mechanical engineering / building and public works
    interruptor de puxar
    el
    διακόπτης έλξεως
  • mechanical engineering / building and public works
    interruptor de puxar
    el
    διακόπτης έλξεως
  • electronics and electrical engineering
    interruptor de crash
    el
    διακόπτης πρόσκρουσης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor sensível
    el
    ευαίσθητος διακόπτης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor de crash
    el
    διακόπτης πρόσκρουσης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor luminoso
    el
    φωτεινή λαβή
  • electronics and electrical engineering
    interruptor catódico
    el
    διακόπτης καθοδικός
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    interruptor isolador
    el
    απομονωτικός διακόπτης
  • mechanical engineering
    interruptor mecânico
    el
    μηχανικός διακόπτης ορόφου
  • mechanical engineering
    interruptor de parar
    el
    διακόπτης "στοπ", διακόπτης στάσης
  • coal industry
    interruptor de linha
    el
    διακόπτης γραμμής πυροδότησης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor de massa
    el
    πλακέτα ακροδεκτών αγωγών σωμάτωσης
  • communications
    interruptor rotativo
    el
    διαμορφωτής, μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ
  • communications
    interruptor rotativo
    el
    παλμογεννήτρια, τσόπερ
  • communications
    interruptor rotativo
    el
    μετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος, τσόπερ, κατακόπτης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor da rampa
    el
    διακόπτης ρεύματος εδάφους, διακόπτης εξωτερικής τροφοδοσίας
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    interruptor de secção / interruptor de seletor
    el
    διακόπτης τμήματος
  • electronics and electrical engineering
    interruptor analógico
    el
    Αναλογικός διακόπτης
  • mechanical engineering
    interruptor magnético
    el
    επαγωγικός διακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    interruptor de choque
    el
    διακόπτης με κρούση
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    interruptor magnético
    el
    ωθούμενος διακόπτης με μαγνητική συγκράτηση
  • earth sciences
    interruptor de folhas
    el
    διακόπτης με φύλλα
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – interruptor no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-03 11:49:43]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais