Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
i.so.lan.teseparador fonéticaizuˈlɐ̃t(ə)
adjetivo de 2 géneros
μονωτικός
material isolante
μονωτικό υλικό
nome masculino
μονωτής, μονωτικό neutro
a borracha é um bom isolante
το καουτσούκ είναι καλός μονωτής
o uso de isolantes na construção civil
η χρήση μονωτικών στην οικοδομή
isolante térmico
θερμομονωτικό

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • electrical engineering
    isolante / isolador / material isolante
    el
    μονωτικό, μονωτής, μονωτήρας, μονωτικό υλικό
  • iron, steel and other metal industries
    isolante
    el
    υλικό επικάλυψης
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    eclisses isolantes / barretas isolantes / tala isolante
    el
    μονωτικός αμφιδέτης, μονωτικός αμφιδέτης
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    junta isolante / anel isolante
    el
    μονωτικό δαχτυλίδι, μονωτική στεφάνη, μονωτική φλάντζα
  • electronics and electrical engineering
    anel isolante
    el
    δακτύλιος απομόνωσης
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    cone isolante
    el
    μονωτικός κώνος
  • electronics and electrical engineering
    pega isolante
    el
    στερέωση μόνωσης
  • materials technology / building and public works
    alma isolante
    el
    μονωτική στήλη
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    fita isolante
    el
    μονωτική ταινία
  • building and public works
    meio isolante
    el
    μονωτικό στρώμα
  • information technology and data processing
    tubo isolante
    el
    μονωτικό περίβλημα
  • land transport / electrical engineering
    corno isolante
    el
    μονωτική ακίδα, ακίδα μόνωσης
  • electronics and electrical engineering / land transport
    junta isolante
    el
    μονωτικός αρμός σιδηροτροχιάς, μονωτικός αρμός
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante em pó
    el
    μονωτικό υλικό σε σκόνη
  • chemical compound
    tinta isolante
    el
    μονωτικό χρώμα
  • industrial structures / technology and technical regulations
    papel isolante
    el
    μονωτικό χαρτί
  • electronics and electrical engineering
    placa isolante
    el
    μονωτική πλάκα
  • chemical compound / industrial structures
    fibra isolante
    el
    Mονωτική ίνα
  • mechanical engineering
    junta isolante
    el
    μονωτικό διάφραγμα
  • mechanical engineering
    junta isolante
    el
    μονωτική φλάντζα
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    manga isolante
    el
    μονωτικό περίβλημα
  • building and public works / industrial structures
    painel isolador / painel mole / painel isolante
    el
    μαλακή πλάκα, ινόπλαξ μονωτική, μονωτική πλάκα
  • industrial structures / technology and technical regulations
    cartão isolador / cartão isolante
    el
    μονωτικό χαρτόνι
  • iron, steel and other metal industries / chemical compound
    camada isolante
    el
    μονωτικό επίχρισμα
  • building and public works / industrial structures
    tijolo isolante
    el
    μονωτική οπτόπλινθος
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    perfil isolante
    el
    μονωτική διατομή
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES / building and public works
    camada isolante
    el
    μονωτική στρώση
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    garrafa de Dewar / garrafa térmica / garrafa isolante
    el
    φιάλη κενού, μονωτική φιάλη, θερμός
  • electronics and electrical engineering
    suporte isolante
    el
    μονωτικό υποστήριγμα
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante celular
    el
    αφρώδες μονωτικό υλικό
  • mechanical engineering / building and public works
    isolante fundido
    el
    ασφαλειοδιακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    suporte isolante
    el
    υποδοχή μόνωσης
  • chemical compound / industrial structures
    vidraça isolante
    el
    Mονωτική υαλόφραξη
  • electronics and electrical engineering
    isolante celular
    el
    κυψελοειδής μόνωση
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    suporte isolante
    el
    στήριξη απομόνωσης, απομονωτική στήριξη
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante refletor
    el
    ανακλαστικό μονωτικό
  • INDUSTRY
    material isolante
    el
    μονωτικό υλικό
  • electronics and electrical engineering
    barreira isolante
    el
    φράγμα μονωτικό, φράγμα διαχωρισμού
  • materials technology / earth sciences
    isolante de calor
    el
    θερμικός μονωτής
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    travessa isolante
    el
    αποστασιακό
  • materials technology / mechanical engineering
    embalagem isotérmica / embalagem isolante
    el
    ισοθερμική συσκευασία, μονωμένη συσκευασία
  • mechanical engineering / building and public works
    adaptador isolante
    el
    μονωμένη πρίζα, μονωμένος ρευματολήπτης
  • TRANSPORT
    travessia isolante
    el
    μονωτική δίοδος
  • building and public works / industrial structures
    enchimento isolante
    el
    γέμισμα, γέμισμα μόνωσης
  • electronics and electrical engineering
    envolvente isolante
    el
    μονωτικό περίβλημα
  • electronics and electrical engineering / EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ferramenta isolante
    el
    μονωτικό εργαλείο
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante em lâminas
    el
    μονωτικό φυλλοειδούς τύπου
  • mechanical engineering / building and public works
    acoplamento isolante
    el
    μονωμένη σύνδεση
  • electronics and electrical engineering
    isolante de conector
    el
    παρέμβλημα βύσματος
  • electronics and electrical engineering / statistics / chemistry / ECONOMICS
    revestimento isolante / matéria protetora
    el
    αντίσταση, φωτοχρωμική βαφή, φωτοχρωμικό υλικό, μονωτική επένδυση
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – isolante no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-08 07:24:51]. Disponível em
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • electrical engineering
    isolante / isolador / material isolante
    el
    μονωτικό, μονωτής, μονωτήρας, μονωτικό υλικό
  • iron, steel and other metal industries
    isolante
    el
    υλικό επικάλυψης
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    eclisses isolantes / barretas isolantes / tala isolante
    el
    μονωτικός αμφιδέτης, μονωτικός αμφιδέτης
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    junta isolante / anel isolante
    el
    μονωτικό δαχτυλίδι, μονωτική στεφάνη, μονωτική φλάντζα
  • electronics and electrical engineering
    anel isolante
    el
    δακτύλιος απομόνωσης
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    cone isolante
    el
    μονωτικός κώνος
  • electronics and electrical engineering
    pega isolante
    el
    στερέωση μόνωσης
  • materials technology / building and public works
    alma isolante
    el
    μονωτική στήλη
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    fita isolante
    el
    μονωτική ταινία
  • building and public works
    meio isolante
    el
    μονωτικό στρώμα
  • information technology and data processing
    tubo isolante
    el
    μονωτικό περίβλημα
  • land transport / electrical engineering
    corno isolante
    el
    μονωτική ακίδα, ακίδα μόνωσης
  • electronics and electrical engineering / land transport
    junta isolante
    el
    μονωτικός αρμός σιδηροτροχιάς, μονωτικός αρμός
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante em pó
    el
    μονωτικό υλικό σε σκόνη
  • chemical compound
    tinta isolante
    el
    μονωτικό χρώμα
  • industrial structures / technology and technical regulations
    papel isolante
    el
    μονωτικό χαρτί
  • electronics and electrical engineering
    placa isolante
    el
    μονωτική πλάκα
  • chemical compound / industrial structures
    fibra isolante
    el
    Mονωτική ίνα
  • mechanical engineering
    junta isolante
    el
    μονωτικό διάφραγμα
  • mechanical engineering
    junta isolante
    el
    μονωτική φλάντζα
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    manga isolante
    el
    μονωτικό περίβλημα
  • building and public works / industrial structures
    painel isolador / painel mole / painel isolante
    el
    μαλακή πλάκα, ινόπλαξ μονωτική, μονωτική πλάκα
  • industrial structures / technology and technical regulations
    cartão isolador / cartão isolante
    el
    μονωτικό χαρτόνι
  • iron, steel and other metal industries / chemical compound
    camada isolante
    el
    μονωτικό επίχρισμα
  • building and public works / industrial structures
    tijolo isolante
    el
    μονωτική οπτόπλινθος
  • electronics and electrical engineering / land transport / TRANSPORT
    perfil isolante
    el
    μονωτική διατομή
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES / building and public works
    camada isolante
    el
    μονωτική στρώση
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    garrafa de Dewar / garrafa térmica / garrafa isolante
    el
    φιάλη κενού, μονωτική φιάλη, θερμός
  • electronics and electrical engineering
    suporte isolante
    el
    μονωτικό υποστήριγμα
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante celular
    el
    αφρώδες μονωτικό υλικό
  • mechanical engineering / building and public works
    isolante fundido
    el
    ασφαλειοδιακόπτης
  • electronics and electrical engineering
    suporte isolante
    el
    υποδοχή μόνωσης
  • chemical compound / industrial structures
    vidraça isolante
    el
    Mονωτική υαλόφραξη
  • electronics and electrical engineering
    isolante celular
    el
    κυψελοειδής μόνωση
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    suporte isolante
    el
    στήριξη απομόνωσης, απομονωτική στήριξη
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante refletor
    el
    ανακλαστικό μονωτικό
  • INDUSTRY
    material isolante
    el
    μονωτικό υλικό
  • electronics and electrical engineering
    barreira isolante
    el
    φράγμα μονωτικό, φράγμα διαχωρισμού
  • materials technology / earth sciences
    isolante de calor
    el
    θερμικός μονωτής
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    travessa isolante
    el
    αποστασιακό
  • materials technology / mechanical engineering
    embalagem isotérmica / embalagem isolante
    el
    ισοθερμική συσκευασία, μονωμένη συσκευασία
  • mechanical engineering / building and public works
    adaptador isolante
    el
    μονωμένη πρίζα, μονωμένος ρευματολήπτης
  • TRANSPORT
    travessia isolante
    el
    μονωτική δίοδος
  • building and public works / industrial structures
    enchimento isolante
    el
    γέμισμα, γέμισμα μόνωσης
  • electronics and electrical engineering
    envolvente isolante
    el
    μονωτικό περίβλημα
  • electronics and electrical engineering / EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ferramenta isolante
    el
    μονωτικό εργαλείο
  • electronics and electrical engineering / mechanical engineering
    isolante em lâminas
    el
    μονωτικό φυλλοειδούς τύπου
  • mechanical engineering / building and public works
    acoplamento isolante
    el
    μονωμένη σύνδεση
  • electronics and electrical engineering
    isolante de conector
    el
    παρέμβλημα βύσματος
  • electronics and electrical engineering / statistics / chemistry / ECONOMICS
    revestimento isolante / matéria protetora
    el
    αντίσταση, φωτοχρωμική βαφή, φωτοχρωμικό υλικό, μονωτική επένδυση
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – isolante no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-08 07:24:51]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais