ma.gi.car mɐʒiˈkar
verbo transitivo
1.
σκέφτομαι, καταστρώνω, επινοώ
o comandante das tropas magicou uma cilada
ο επικεφαλής της στρατιάς κατάστρωσε μια ενέδρα
2.
σκέπτομαι [em, -], συλλογίζομαι [em, -]
estava absorto, a magicar no que tinha acontecido
ήταν αφηρημένος, συλλογιζόταν τα όσα είχαν συμβεί
ficou a magicar na solução do problema
έμεινε εκεί και συλλογιζόταν τη λύση του προβλήματος
juntou alguns ingredientes, e magicou na improvisação dum prato
μάζεψε μερικά υλικά, και σκέφτηκε την πρόχειρη ετοιμασία ενός φαγητού
verbo intransitivo
συλλογίζομαι, στοχάζομαι
passou horas a magicar
πέρασε ώρες ολόκληρες στοχαζόμενος
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – magicar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-13 18:50:34]. Disponível em