mal.tra.tar
maɫtrɐˈtar

verbo transitivo
1.
κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
maltratar uma criança
κακοποιώ ένα παιδί
maltratar um cão
κακομεταχειρίζομαι ένα σκύλο
maltratar um preso/escravo
κακομεταχειρίζομαι έναν κρατούμενο/δούλο
2.
κακομεταχειρίζομαι
falam mal, maltratam a língua!
μιλούν άσχημα, κακομεταχειρίζονται τη γλώσσα!
é muito rude, maltrata toda a gente
είναι πολύ άξεστος, κακομεταχειρίζεται τους πάντες
3.
κακομεταχειρίζομαι, επιτίθεμαι αμείλικτα [σε]
a crítica maltratou a representação
η κριτική επιτέθηκε αμείλικτα στην παράσταση
Partilhar
Como referenciar 
Porto Editora – maltratar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-10-01 06:42:03]. Disponível em