mo.le.za
muˈlezɐ

nome feminino
1.
μαλακότητα
a moleza do chocolate indica que esteve fora do frigorífico
η μαλακότητα της σοκολάτας δείχνει ότι ήταν εκτός ψυγείου
2.
νωθρότητα, αποχαύνωση, ατονία
depois de comer, deu-me a moleza
μετά το φαγητό, καταλήφθηκα από νωθρότητα
sentiu-se tomado de uma agradável moleza
ένιωσε να τον κυριεύει μια ευχάριστη ατονία
3.
νωχέλεια
que moleza de movimentos!
τι νωχέλεια κινήσεων!
4.
μαλθακότητα
os miúdos exploram a moleza dos pais
τα πιτσιρίκια εκμεταλλεύονται τη μαλθακότητα των γονέων τους
Partilhar
Como referenciar 
Porto Editora – moleza no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-09-30 04:41:58]. Disponível em