hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
o.cu.lar separador fonéticaɔkuˈlar

conjugação

adjetivo de 2 géneros
1.
οφθαλμικός
cavidade ocular
οφθαλμικός κόγχος
globo ocular
οφθαλμικός βολβός
infeção ocular
οφθαλμική φλεγμονή
2.
αυτόπτης
testemunha ocular
αυτόπτης μάρτυρας
nome feminino
προσοφθάλμιος φακός masculino
verbo transitivo
AGRICULTURA ενοφθαλμίζω
ocular um gomo numa árvore
ενοφθαλμίζω βλαστό σε δένδρο

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • precision engineering / physical sciences
    óculo / ocular
    el
    προσοφθάλμιος φακός μικροσκοπίου, προσοφθάλμιος φακός, προσοφθάλμιος
  • medical science
    ocular
    el
    οφθαλμικός
  • animal production
    Uso ocular
    el
    Οφθαλμική χρήση
  • medical science
    globo ocular
    el
    βολβός του οφθαλμού, οφθαλμικός βολβός
  • health
    lesão ocular
    el
    οφθαλμική βλάβη
  • earth sciences
    ponto ocular
    el
    σημείο οράσεως
  • land transport
    ponto ocular
    el
    σημείο οράσεως
  • life sciences
    prisma ocular
    el
    πρίσμα προσοφθαλμίου
  • medical science
    defeito ocular
    el
    οφθαλμική βλάβη
  • medical science
    vitrina ocular / humor vítreo
    el
    υαλοειδές σώμα οφθαλμού
  • medical science
    corrosão ocular
    el
    διάβρωση των οφθαλμών, διάβρωση ιστών οφθαλμού
  • medical science
    resposta ocular
    el
    απόκριση των οφθαλμών
  • electronics and electrical engineering / EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    proteção ocular / protetor ocular
    el
    προστατευτικό οφθαλμών
  • chemical compound / industrial structures
    ocular unifocal / lente unifocal
    el
    Eστιακός φακός
  • medical science
    cavidade ocular
    el
    οφθαλμική κοιλότητα
  • medical science / pharmaceutical industry
    irritação ocular
    el
    οφθαλμικός ερεθισμός, ερεθισμός των οφθαλμών
  • medical science
    ecografia ocular
    el
    οφθαλμική υπερηχογραφία
  • medical science
    conjuntiva ocular / conjuntiva bulbar
    el
    βολβικός επιπεφυκότας
  • medical science
    acomodação / acomodação ocular / acomodação visual
    el
    προσαρμογή, προσαρμογή ματιού
  • medical science
    mobilidade ocular
    el
    κίνηση του ματιού
  • industrial structures
    ocular micrométrica
    el
    μικρόμετρο με προσοφθάλμιο
  • mechanical engineering
    simulador de ocular
    el
    οπτικός εξομοιωτής
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular de segurança
    el
    οπτικό μέσο ασφαλείας
  • life sciences
    ocular estadimétrica
    el
    τηλέμετρο διπλού νήματος, ερευνητής αποστάσεων διπλού νήματος
  • medical science
    ensaio ocular in vivo
    el
    in vivo μελέτη βλαβών στον οφθαλμό
  • medical science
    síndrome de Greig / hipertelorismo ocular
    el
    σύνδρομο Creig
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular antiembaciante
    el
    αντιθαμβωτικό προσοφθάλμιο σύστημα
  • life sciences
    cotovelo para a ocular
    el
    αγκωνοειδές προσοφθάλμιο
  • medical science
    ensaio de irritação ocular
    el
    δοκιμή ερεθισμού τoυ οφθαλμού, δοκιμή ερεθισμού των οφθαλμών
  • industrial structures
    vidro para medicina ocular / vidro para artigos de ótica médica
    el
    γυαλί για ιατρικά ματογυάλια
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular resistente à abrasão
    el
    προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής
  • medical science
    resultado de irritação ocular
    el
    βαθμός ερεθισμού του οφθαλμού
  • chemistry
    Provoca irritação ocular grave.
    el
    Προκαλεί σοβαρό οφθαλμικό ερεθισμό.
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    óculos isolantes com uma ocular
    el
    γυαλιά-προσωπίδες
  • electronics and electrical engineering
    unidade luminosa de ocular móvel
    el
    φανός σήματος με κινητό διάφραγμα
  • communications
    unidade luminosa de ocular móvel
    el
    μονάδα φωτισμού με κινητό διάφραγμα
  • chemistry
    Caso a irritação ocular persista:
    el
    Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός:
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    características filtrantes do ocular
    el
    απορροφητικές ιδιότητες του προσοφθάλμιου συστήματος
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular com uma resistência mecânica suficiente
    el
    προσοφθάλμιο σύστημα που διαθέτει επαρκή μηχανική αντίσταση
  • chemistry
    Caso a irritação ocular persista: consulte um médico.
    el
    Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός: Συμβουλευθείτε / Επισκεφθείτε γιατρό.
  • coal industry / life sciences
    oculares zenitais
    el
    συσκευή οπτικής κέντρωσης για την κατακορύφωση σημείων οροφής σήραγγας
  • medical science / toxicology
    lesões oculares graves
    el
    σοβαρή οφθαλμική βλάβη
  • chemistry
    Provoca lesões oculares graves.
    el
    Προκαλεί σοβαρή οφθαλμική βλάβη.
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    velocidade de reação dos oculares
    el
    ταχύτητα αντίδρασης των οπτικών μέσων
  • communications / land transport / TRANSPORT
    sinal luminoso com oculares coloridas móveis
    el
    φωτεινό σήμα με έγχρωμο κινητό διάφραγμα
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – ocular no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-14 00:55:03]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada ocular

thumbnail gesto
ver
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • precision engineering / physical sciences
    óculo / ocular
    el
    προσοφθάλμιος φακός μικροσκοπίου, προσοφθάλμιος φακός, προσοφθάλμιος
  • medical science
    ocular
    el
    οφθαλμικός
  • animal production
    Uso ocular
    el
    Οφθαλμική χρήση
  • medical science
    globo ocular
    el
    βολβός του οφθαλμού, οφθαλμικός βολβός
  • health
    lesão ocular
    el
    οφθαλμική βλάβη
  • earth sciences
    ponto ocular
    el
    σημείο οράσεως
  • land transport
    ponto ocular
    el
    σημείο οράσεως
  • life sciences
    prisma ocular
    el
    πρίσμα προσοφθαλμίου
  • medical science
    defeito ocular
    el
    οφθαλμική βλάβη
  • medical science
    vitrina ocular / humor vítreo
    el
    υαλοειδές σώμα οφθαλμού
  • medical science
    corrosão ocular
    el
    διάβρωση των οφθαλμών, διάβρωση ιστών οφθαλμού
  • medical science
    resposta ocular
    el
    απόκριση των οφθαλμών
  • electronics and electrical engineering / EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    proteção ocular / protetor ocular
    el
    προστατευτικό οφθαλμών
  • chemical compound / industrial structures
    ocular unifocal / lente unifocal
    el
    Eστιακός φακός
  • medical science
    cavidade ocular
    el
    οφθαλμική κοιλότητα
  • medical science / pharmaceutical industry
    irritação ocular
    el
    οφθαλμικός ερεθισμός, ερεθισμός των οφθαλμών
  • medical science
    ecografia ocular
    el
    οφθαλμική υπερηχογραφία
  • medical science
    conjuntiva ocular / conjuntiva bulbar
    el
    βολβικός επιπεφυκότας
  • medical science
    acomodação / acomodação ocular / acomodação visual
    el
    προσαρμογή, προσαρμογή ματιού
  • medical science
    mobilidade ocular
    el
    κίνηση του ματιού
  • industrial structures
    ocular micrométrica
    el
    μικρόμετρο με προσοφθάλμιο
  • mechanical engineering
    simulador de ocular
    el
    οπτικός εξομοιωτής
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular de segurança
    el
    οπτικό μέσο ασφαλείας
  • life sciences
    ocular estadimétrica
    el
    τηλέμετρο διπλού νήματος, ερευνητής αποστάσεων διπλού νήματος
  • medical science
    ensaio ocular in vivo
    el
    in vivo μελέτη βλαβών στον οφθαλμό
  • medical science
    síndrome de Greig / hipertelorismo ocular
    el
    σύνδρομο Creig
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular antiembaciante
    el
    αντιθαμβωτικό προσοφθάλμιο σύστημα
  • life sciences
    cotovelo para a ocular
    el
    αγκωνοειδές προσοφθάλμιο
  • medical science
    ensaio de irritação ocular
    el
    δοκιμή ερεθισμού τoυ οφθαλμού, δοκιμή ερεθισμού των οφθαλμών
  • industrial structures
    vidro para medicina ocular / vidro para artigos de ótica médica
    el
    γυαλί για ιατρικά ματογυάλια
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular resistente à abrasão
    el
    προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής
  • medical science
    resultado de irritação ocular
    el
    βαθμός ερεθισμού του οφθαλμού
  • chemistry
    Provoca irritação ocular grave.
    el
    Προκαλεί σοβαρό οφθαλμικό ερεθισμό.
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    óculos isolantes com uma ocular
    el
    γυαλιά-προσωπίδες
  • electronics and electrical engineering
    unidade luminosa de ocular móvel
    el
    φανός σήματος με κινητό διάφραγμα
  • communications
    unidade luminosa de ocular móvel
    el
    μονάδα φωτισμού με κινητό διάφραγμα
  • chemistry
    Caso a irritação ocular persista:
    el
    Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός:
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    características filtrantes do ocular
    el
    απορροφητικές ιδιότητες του προσοφθάλμιου συστήματος
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ocular com uma resistência mecânica suficiente
    el
    προσοφθάλμιο σύστημα που διαθέτει επαρκή μηχανική αντίσταση
  • chemistry
    Caso a irritação ocular persista: consulte um médico.
    el
    Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός: Συμβουλευθείτε / Επισκεφθείτε γιατρό.
  • coal industry / life sciences
    oculares zenitais
    el
    συσκευή οπτικής κέντρωσης για την κατακορύφωση σημείων οροφής σήραγγας
  • medical science / toxicology
    lesões oculares graves
    el
    σοβαρή οφθαλμική βλάβη
  • chemistry
    Provoca lesões oculares graves.
    el
    Προκαλεί σοβαρή οφθαλμική βλάβη.
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    velocidade de reação dos oculares
    el
    ταχύτητα αντίδρασης των οπτικών μέσων
  • communications / land transport / TRANSPORT
    sinal luminoso com oculares coloridas móveis
    el
    φωτεινό σήμα με έγχρωμο κινητό διάφραγμα
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – ocular no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-14 00:55:03]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais