par.vo.í.ce
pɐrˈvwis(ə)

nome feminino
1.
βλακεία, ηλιθιότητα, χαζομάρα, κουταμάρα
coitada, deve pouco à inteligência e muito à parvoíce
την καημένη, οφείλει λίγα στην εξυπνάδα και πολλά στη χαζομάρα
2.
ηλιθιότητα
sabes que mais? Não estou para aturar a tua parvoíce!
ε λοιπόν! Δεν έχω όρεξη να ανεχθώ την ηλιθιότητά σου!
3.
βλακεία, χαζομάρα, κουταμάρα, σαχλαμάρα, μπούρδα
dizer parvoíces
λέω βλακείες
fizeste uma grande parvoíce
έκανες μια μεγάλη σαχλαμάρα
4.
βλακεία, ηλιθιότητα
as parvoíces dele custaram-nos tempo e dinheiro
οι βλακείες του μας στοίχισαν χρόνο και χρήματα
aturar parvoíces
ανέχομαι ηλιθιότητες
Partilhar
Como referenciar 
Porto Editora – parvoíce no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-12-07 00:38:00]. Disponível em