hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
per.daseparador fonéticaˈperdɐ
nome feminino
1.
απώλεια
a demissão dele foi uma grande perda para o governo
η παραίτησή του ήταν μεγάλη απώλεια για την κυβέρνηση
a derrota acarretou perda do moral
η ήττα επέφερε απώλεια του ηθικού
a destruição daqueles manuscritos foi uma perda para a humanidade
η καταστροφή εκείνων των χειρογράφων υπήρξε μια απώλεια για την ανθρωπότητα
condenação que acarreta perda dos direitos civis
καταδίκη που συνεπάγεται απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων
perda de calor
απώλεια θερμότητας
perda de memória
απώλεια μνήμης
perda de peso
απώλεια βάρους
2.
απώλεια, χάσιμο neutro, χαμός masculino
fiquei aborrecido com a perda daquele livro
ενοχλήθηκα με το χάσιμο εκείνου του βιβλίου
3.
χαμός masculino
a perda daquele amigo angustiou-o
ο χαμός εκείνου του φίλου τον καταστεναχώρησε
toda a cristandade chorou a sua perda
όλη η χριστιανοσύνη θρήνησε το χαμό του
4.
χάσιμο neutro
ficámos triste com a perda do jogo
μείναμε στεναχωρημένοι με το χάσιμο του παιχνιδιού
5.
απώλεια, χάσιμο neutro
perda de sangue
απώλεια αίματος
6.
σπατάλη, χάσιμο neutro
perda de energia
χάσιμο ενέργειας
que grande perda de esforços!
τι μεγάλη σπατάλη προσπαθειών!
7.
ζημία, χασούρα
lucros e perdas
κέρδη και ζημίες
perda pecuniária
χρηματική ζημία
8.
MILITAR plural απώλειες
perdas de guerra
πολεμικές απώλειες
perda de cabelo
τριχόπτωση
perda de tempo
χρονοτριβή, χάσιμο χρόνου
evitar perdas de tempo
αποφεύγω χρονοτριβές
perdas e danos
βλάβες και ζημίες
sem perda de tempo
χωρίς χρονοτριβή
acometer contra o adversário sem perda de tempo
χυμάω πάνω στον αντίπαλο χωρίς χρονοτριβή
sofrer uma perda
υφίσταμαι μια απώλεια

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • air transport
    perda
    el
    απώλεια στήριξης
  • accounting
    prejuízo / perda / prejuízo líquido / perda líquida
    el
    ζημία
  • ENVIRONMENT
    perda / perdas
    el
    απώλεια/ζημία
  • preparation for market / ECONOMICS
    perda
    el
    απώλεια
  • LAW / taxation
    perda / confiscação
    el
    δήμευση
  • FINANCE
    perda
    el
    ζημίες
  • electronics and electrical engineering
    perda útil
    el
    χρήσιμη απώλεια, ωφέλιμη απώλεια
  • statistics
    elegia / lástima / revés / perda extra
    el
    θλίψη
  • statistics / SCIENCE
    risco / perda esperada / perda média / acaso
    el
    διακινδύνευση
  • communications
    perda de RF
    el
    απώλεια RF
  • insurance / FINANCE
    perda bruta
    el
    συνολική ζημία χωρίς την επίπτωση της αντασφάλισης
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    perda da pá
    el
    απώλεια στήριξης πτερυγίου
  • own resources
    perda de RPT / perda de recursos próprios tradicionais
    el
    απώλεια ΠΙΠ, απώλεια παραδοσιακών ίδιων πόρων
  • LAW / FINANCE / taxation / accounting
    perda fiscal / prejuízo fiscal
    el
    ζημία, φορολογική ζημία
  • electronics and electrical engineering / iron, steel and other metal industries
    potência de perdas / perda elétrica / perda óhmica
    el
    απωλεσθείσα ενέργεια
  • mechanical engineering / earth sciences
    perda no acionamento / perda motora
    el
    κλίση οδήγησης του μοτέρ,εξαναγκασμένη κλίση
  • physical sciences
    perda rápida / fuga rápida
    el
    γρήγορη διαφυγή
  • electronics and electrical engineering
    perda básica / perda de referência
    el
    βασική απώλεια, απώλεια αναφοράς
  • electronics and electrical engineering
    perda direta
    el
    απώλεια στην πρόσω κατεύθυνση
  • electronics and electrical engineering
    perda direta
    el
    απώλειες ορθής φοράς
  • electronics and electrical engineering
    perda óhmica
    el
    ωμική απώλεια
  • chemistry
    perda ao fogo / perda por calcinação
    el
    απώλεια μετά από πύρωση
  • ENVIRONMENT
    perda de gelo
    el
    απώλεια πάγου
  • chemistry
    perda de peso
    el
    απώλεια βάρους, απώλεια σε βάρος
  • earth sciences
    cone de perda / cone de fuga
    el
    κώνος απωλειών, κώνος διαφυγής
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    perda de peso / perda de massa
    el
    απώλεια βάρους
  • insurance
    perda afetiva
    el
    συναισθηματική ζημία
  • electronics and electrical engineering
    perda de fase
    el
    απώλεια φάσης
  • electronics and electrical engineering
    perda inversa
    el
    απώλεια στην ανάστροφη κατεύθυνση
  • electronics and electrical engineering
    cone de perda
    el
    κώνος απωλείας
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    perda de água
    el
    απώλεια υγρασίας, απώλεια νερού
  • FINANCE
    perda notável
    el
    σημαντική ζημία
  • FINANCE
    perda cambial
    el
    ζημία εξωτερικού συναλλάγματος, ζημία συναλλαγματικής τιμής
  • health
    deficiência auditiva / perda auditiva
    el
    βαρηκοΐα, ακουστική αναπηρία
  • criminal law
    perda alargada / confisco alargado
    el
    εκτεταμένη δήμευση
  • financial institutions and credit
    perda esperada
    el
    αναμενόμενη ζημία
  • mechanical engineering
    diferença de pressão / queda de pressão / perda de carga
    el
    πτώση πιέσεως, διαφορά πιέσεως
  • building and public works
    perda de carga / queda de pressão
    el
    πτώση πíεσης
  • electronics and electrical engineering
    atenuação residual / perda residual
    el
    παραμένουσα εξασθένηση
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    perda por fusão / perda na fusão
    el
    απώλεια τήξεως
  • FINANCE
    perda atuarial
    el
    αναλογιστικό έλλειμμα
  • electronics and electrical engineering
    perda de carga
    el
    απόριψη φορτίου
  • mechanical engineering / earth sciences
    perda de carga
    el
    απώλεια τριβής
  • technology and technical regulations / mechanical engineering
    perda de calor
    el
    απώλεια θερμότητας
  • electronics and electrical engineering
    perda de ganho
    el
    απώλεια απολαβής
  • land transport / TRANSPORT
    perda vertical
    el
    κατακόρυφη απώλεια στήριξης, μαστιγωτή απώλεια στήριξης, απώλεια στήριξης σφυροκεφαλής
  • electronics and electrical engineering
    perda de nível
    el
    απώλεια στάθμης
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – perda no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-08 13:13:48]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada perda

thumbnail gesto
ver

Provérbios

  • Perda de marido, perda de alguidar; um quebrado, outro posto no seu lugar.
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • air transport
    perda
    el
    απώλεια στήριξης
  • accounting
    prejuízo / perda / prejuízo líquido / perda líquida
    el
    ζημία
  • ENVIRONMENT
    perda / perdas
    el
    απώλεια/ζημία
  • preparation for market / ECONOMICS
    perda
    el
    απώλεια
  • LAW / taxation
    perda / confiscação
    el
    δήμευση
  • FINANCE
    perda
    el
    ζημίες
  • electronics and electrical engineering
    perda útil
    el
    χρήσιμη απώλεια, ωφέλιμη απώλεια
  • statistics
    elegia / lástima / revés / perda extra
    el
    θλίψη
  • statistics / SCIENCE
    risco / perda esperada / perda média / acaso
    el
    διακινδύνευση
  • communications
    perda de RF
    el
    απώλεια RF
  • insurance / FINANCE
    perda bruta
    el
    συνολική ζημία χωρίς την επίπτωση της αντασφάλισης
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    perda da pá
    el
    απώλεια στήριξης πτερυγίου
  • own resources
    perda de RPT / perda de recursos próprios tradicionais
    el
    απώλεια ΠΙΠ, απώλεια παραδοσιακών ίδιων πόρων
  • LAW / FINANCE / taxation / accounting
    perda fiscal / prejuízo fiscal
    el
    ζημία, φορολογική ζημία
  • electronics and electrical engineering / iron, steel and other metal industries
    potência de perdas / perda elétrica / perda óhmica
    el
    απωλεσθείσα ενέργεια
  • mechanical engineering / earth sciences
    perda no acionamento / perda motora
    el
    κλίση οδήγησης του μοτέρ,εξαναγκασμένη κλίση
  • physical sciences
    perda rápida / fuga rápida
    el
    γρήγορη διαφυγή
  • electronics and electrical engineering
    perda básica / perda de referência
    el
    βασική απώλεια, απώλεια αναφοράς
  • electronics and electrical engineering
    perda direta
    el
    απώλεια στην πρόσω κατεύθυνση
  • electronics and electrical engineering
    perda direta
    el
    απώλειες ορθής φοράς
  • electronics and electrical engineering
    perda óhmica
    el
    ωμική απώλεια
  • chemistry
    perda ao fogo / perda por calcinação
    el
    απώλεια μετά από πύρωση
  • ENVIRONMENT
    perda de gelo
    el
    απώλεια πάγου
  • chemistry
    perda de peso
    el
    απώλεια βάρους, απώλεια σε βάρος
  • earth sciences
    cone de perda / cone de fuga
    el
    κώνος απωλειών, κώνος διαφυγής
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    perda de peso / perda de massa
    el
    απώλεια βάρους
  • insurance
    perda afetiva
    el
    συναισθηματική ζημία
  • electronics and electrical engineering
    perda de fase
    el
    απώλεια φάσης
  • electronics and electrical engineering
    perda inversa
    el
    απώλεια στην ανάστροφη κατεύθυνση
  • electronics and electrical engineering
    cone de perda
    el
    κώνος απωλείας
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    perda de água
    el
    απώλεια υγρασίας, απώλεια νερού
  • FINANCE
    perda notável
    el
    σημαντική ζημία
  • FINANCE
    perda cambial
    el
    ζημία εξωτερικού συναλλάγματος, ζημία συναλλαγματικής τιμής
  • health
    deficiência auditiva / perda auditiva
    el
    βαρηκοΐα, ακουστική αναπηρία
  • criminal law
    perda alargada / confisco alargado
    el
    εκτεταμένη δήμευση
  • financial institutions and credit
    perda esperada
    el
    αναμενόμενη ζημία
  • mechanical engineering
    diferença de pressão / queda de pressão / perda de carga
    el
    πτώση πιέσεως, διαφορά πιέσεως
  • building and public works
    perda de carga / queda de pressão
    el
    πτώση πíεσης
  • electronics and electrical engineering
    atenuação residual / perda residual
    el
    παραμένουσα εξασθένηση
  • iron, steel and other metal industries / industrial structures
    perda por fusão / perda na fusão
    el
    απώλεια τήξεως
  • FINANCE
    perda atuarial
    el
    αναλογιστικό έλλειμμα
  • electronics and electrical engineering
    perda de carga
    el
    απόριψη φορτίου
  • mechanical engineering / earth sciences
    perda de carga
    el
    απώλεια τριβής
  • technology and technical regulations / mechanical engineering
    perda de calor
    el
    απώλεια θερμότητας
  • electronics and electrical engineering
    perda de ganho
    el
    απώλεια απολαβής
  • land transport / TRANSPORT
    perda vertical
    el
    κατακόρυφη απώλεια στήριξης, μαστιγωτή απώλεια στήριξης, απώλεια στήριξης σφυροκεφαλής
  • electronics and electrical engineering
    perda de nível
    el
    απώλεια στάθμης
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – perda no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-08 13:13:48]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais