hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
ram.paseparador fonéticaˈʀɐ̃pɐ
nome feminino
1.
ράμπα
chegava-se à casa por uma rampa ladeada de árvores
έφτανε κανείς στο σπίτι από μια ράμπα πλαισιωμένη από δέντρα
o carro subiu a rampa com dificuldade
το αμάξι ανέβηκε τη ράμπα με δυσκολία
o tempo arruinou a rampa de acesso
ο χρόνος κατέστρεψε τη ράμπα πρόσβασης
2.
TEATRO ράμπα, προσκήνιο neutro
as luzes da rampa
τα φώτα της ράμπας
rampa de lançamento
βάση εκτόξευσης

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • construction and town planning
    rampa / rampa para cadeira de rodas
    el
    ράμπα, κεκλιμένο επίπεδο, ράμπα πρόσβασης
  • TRANSPORT / land transport / LAW / building and public works
    rampa / aclive / subida
    el
    ανωφέρεια
  • earth sciences
    pendente / rampa / gradiente
    el
    κλίση επί τοις %, ποσοστό κλίσης
  • land transport / building and public works / TRANSPORT
    rampa / troço de abrandamento
    el
    γραμμή καθυστερήσεως
  • ENVIRONMENT
    rampa / declives
    el
    πρανές/κλιτύς
  • nuclear power station
    carga variável / rampa
    el
    μεταβλητό φορτίο
  • fisheries / maritime and inland waterway transport
    rampa
    el
    ράμπα πρύμνης(κν.), κεκλιμένη πρύμνη
  • electronics and electrical engineering
    rampa
    el
    διάκλιση
  • mechanical engineering / communications
    escorrega / rampa
    el
    πρανές
  • land transport / TRANSPORT
    rampa pronunciada / rampa forte
    el
    κατά μήκος ισχυρή κλίση, μεγάλη ανηφοριά, κατά μήκος μεγάλη κλίση, ισχυρή ανηφοριά
  • land transport / TRANSPORT
    rampa ro-ro
    el
    γεφυρίδιο Ro/Ro, ράμπα Ro/Ro, κεκλιμένη επιφάνεια πρόσβασης Ro/Ro
  • land transport / TRANSPORT
    gradiente limite / rampa máxima
    el
    οριακή κλίση
  • electrical industry / technical regulations
    taxa de rampa
    el
    ρυθμός μεταβολής της παραγωγής, ρυθμός μεταβολής παραγωγής
  • electronics and electrical engineering / SCIENCE
    rampa unidade
    el
    επικλινής συνάρτηση
  • technology and technical regulations
    rampa térmica
    el
    θερμικός αναβαθμός
  • earth sciences
    rampa fictícia
    el
    θεωρητική ανωφέρεια
  • mechanical engineering
    rampa completa
    el
    χιτώνιο εξοπλισμένο
  • land transport
    ângulo de rampa
    el
    γωνία κεκλιμένου επιπέδου
  • land transport / building and public works / TRANSPORT
    rampa de alagem / rampa-varadouro
    el
    κεκλιμένο επίπεδο, ράμπα
  • electronics and electrical engineering
    tensão em rampa
    el
    τάση αναρρίχησης
  • mechanical engineering
    rampa de ejeção
    el
    σωλήνας εκκένωσης
  • electronics and electrical engineering
    função em rampa
    el
    συνάρτηση αναρρίχησης
  • materials technology / mechanical engineering
    rampa de acesso
    el
    κεκλιμένη πλατφόρμα, κεκλιμένη ράμπα
  • TRANSPORT
    ângulo de rampa
    el
    γωνία κεκλιμένου επιπέδου
  • means of transport
    ângulo de rampa
    el
    γωνία κεκλιμένου επιπέδου, γωνία αναρρίχησης
  • land transport / TRANSPORT
    rampa de varagem / grelha de reparação da querena
    el
    σκάρα ανέλκυσης
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    rampa elevatória
    el
    ράμπα
  • building and public works
    rampa de andaime
    el
    σανίδωμα, ράμπα σκαλωσιάς
  • air transport
    partida da rampa
    el
    αναχώρηση από ράμπα (κεκλιμένο επίπεδο)
  • mechanical engineering
    rampa em espiral
    el
    ελικοειδής κεκλιμένος ανοικτός αγωγός
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES / building and public works
    rampa de cimento
    el
    τοίχωμα από σκυρόδεμα
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    rampa de arrasto
    el
    κεκλιμένο επίπεδο ανάσυρσης
  • mechanical engineering
    rampa de fixação
    el
    πλαίσιο στήριξης
  • mechanical engineering
    rampa hidráulica
    el
    συστοιχία σωλήνων υδραυλικού
  • iron, steel and other metal industries
    rampa de entrada
    el
    ράμπα εισόδου, ράμπα χυτηρίου
  • information technology and data processing
    gerador de rampa / gerador de dente de serra
    el
    γεννήτρια πριονωτού σήματος
  • earth sciences / physical environment / GEOGRAPHY
    elevação continental / rampa continental / sopé continental
    el
    ηπειρωτικό ανύψωμα, ηπειρωτική ανύψωση
  • electronics and electrical engineering
    rampa de garrafas
    el
    συγκρότημα φιαλών, μπαταρία φιαλών
  • mechanical engineering
    rampa de bloqueio
    el
    στεφάνη ασφάλισης
  • industrial structures / technology and technical regulations
    rampa de aspersão
    el
    ράμπα ψεκασμού
  • mechanical engineering
    bloqueio de rampa
    el
    ασφάλιση της εξέδρας
  • fisheries
    barco de arrasto pela popa / arrastão de popa / TT / navio de arrasto pela popa / arrastão pela popa / arrastão com rampa
    el
    μηχανότρατα οπίσθιας σύρσης, μηχανότρατα οπίσθιας έλξης, αλιευτικό πρυμναίας αλιείας, μηχανότρατα πρυμναίας αλιείας, μηχανότρατα πρυμναίας σύρσης
  • air transport
    inspeção na plataforma de estacionamento / inspecção de rampa / inspeção em terra / inspeção na placa de estacionamento
    el
    έλεγχος επί του διαδρόμου προσγειώσεως, επιθεώρηση στην πίστα
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    escotilha de rampa
    el
    επίπεδο κάλυμμα αμπαριού αλιεύματος, επίπεδο κάλυμμα κύτους αλιεύματος
  • defence / land transport / TRANSPORT
    rampa de lançamento / lançador
    el
    εξέδρα εκτόξευσης, εξέδρα απογείωσης
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – rampa no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-03 23:21:09]. Disponível em
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • construction and town planning
    rampa / rampa para cadeira de rodas
    el
    ράμπα, κεκλιμένο επίπεδο, ράμπα πρόσβασης
  • TRANSPORT / land transport / LAW / building and public works
    rampa / aclive / subida
    el
    ανωφέρεια
  • earth sciences
    pendente / rampa / gradiente
    el
    κλίση επί τοις %, ποσοστό κλίσης
  • land transport / building and public works / TRANSPORT
    rampa / troço de abrandamento
    el
    γραμμή καθυστερήσεως
  • ENVIRONMENT
    rampa / declives
    el
    πρανές/κλιτύς
  • nuclear power station
    carga variável / rampa
    el
    μεταβλητό φορτίο
  • fisheries / maritime and inland waterway transport
    rampa
    el
    ράμπα πρύμνης(κν.), κεκλιμένη πρύμνη
  • electronics and electrical engineering
    rampa
    el
    διάκλιση
  • mechanical engineering / communications
    escorrega / rampa
    el
    πρανές
  • land transport / TRANSPORT
    rampa pronunciada / rampa forte
    el
    κατά μήκος ισχυρή κλίση, μεγάλη ανηφοριά, κατά μήκος μεγάλη κλίση, ισχυρή ανηφοριά
  • land transport / TRANSPORT
    rampa ro-ro
    el
    γεφυρίδιο Ro/Ro, ράμπα Ro/Ro, κεκλιμένη επιφάνεια πρόσβασης Ro/Ro
  • land transport / TRANSPORT
    gradiente limite / rampa máxima
    el
    οριακή κλίση
  • electrical industry / technical regulations
    taxa de rampa
    el
    ρυθμός μεταβολής της παραγωγής, ρυθμός μεταβολής παραγωγής
  • electronics and electrical engineering / SCIENCE
    rampa unidade
    el
    επικλινής συνάρτηση
  • technology and technical regulations
    rampa térmica
    el
    θερμικός αναβαθμός
  • earth sciences
    rampa fictícia
    el
    θεωρητική ανωφέρεια
  • mechanical engineering
    rampa completa
    el
    χιτώνιο εξοπλισμένο
  • land transport
    ângulo de rampa
    el
    γωνία κεκλιμένου επιπέδου
  • land transport / building and public works / TRANSPORT
    rampa de alagem / rampa-varadouro
    el
    κεκλιμένο επίπεδο, ράμπα
  • electronics and electrical engineering
    tensão em rampa
    el
    τάση αναρρίχησης
  • mechanical engineering
    rampa de ejeção
    el
    σωλήνας εκκένωσης
  • electronics and electrical engineering
    função em rampa
    el
    συνάρτηση αναρρίχησης
  • materials technology / mechanical engineering
    rampa de acesso
    el
    κεκλιμένη πλατφόρμα, κεκλιμένη ράμπα
  • TRANSPORT
    ângulo de rampa
    el
    γωνία κεκλιμένου επιπέδου
  • means of transport
    ângulo de rampa
    el
    γωνία κεκλιμένου επιπέδου, γωνία αναρρίχησης
  • land transport / TRANSPORT
    rampa de varagem / grelha de reparação da querena
    el
    σκάρα ανέλκυσης
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    rampa elevatória
    el
    ράμπα
  • building and public works
    rampa de andaime
    el
    σανίδωμα, ράμπα σκαλωσιάς
  • air transport
    partida da rampa
    el
    αναχώρηση από ράμπα (κεκλιμένο επίπεδο)
  • mechanical engineering
    rampa em espiral
    el
    ελικοειδής κεκλιμένος ανοικτός αγωγός
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES / building and public works
    rampa de cimento
    el
    τοίχωμα από σκυρόδεμα
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    rampa de arrasto
    el
    κεκλιμένο επίπεδο ανάσυρσης
  • mechanical engineering
    rampa de fixação
    el
    πλαίσιο στήριξης
  • mechanical engineering
    rampa hidráulica
    el
    συστοιχία σωλήνων υδραυλικού
  • iron, steel and other metal industries
    rampa de entrada
    el
    ράμπα εισόδου, ράμπα χυτηρίου
  • information technology and data processing
    gerador de rampa / gerador de dente de serra
    el
    γεννήτρια πριονωτού σήματος
  • earth sciences / physical environment / GEOGRAPHY
    elevação continental / rampa continental / sopé continental
    el
    ηπειρωτικό ανύψωμα, ηπειρωτική ανύψωση
  • electronics and electrical engineering
    rampa de garrafas
    el
    συγκρότημα φιαλών, μπαταρία φιαλών
  • mechanical engineering
    rampa de bloqueio
    el
    στεφάνη ασφάλισης
  • industrial structures / technology and technical regulations
    rampa de aspersão
    el
    ράμπα ψεκασμού
  • mechanical engineering
    bloqueio de rampa
    el
    ασφάλιση της εξέδρας
  • fisheries
    barco de arrasto pela popa / arrastão de popa / TT / navio de arrasto pela popa / arrastão pela popa / arrastão com rampa
    el
    μηχανότρατα οπίσθιας σύρσης, μηχανότρατα οπίσθιας έλξης, αλιευτικό πρυμναίας αλιείας, μηχανότρατα πρυμναίας αλιείας, μηχανότρατα πρυμναίας σύρσης
  • air transport
    inspeção na plataforma de estacionamento / inspecção de rampa / inspeção em terra / inspeção na placa de estacionamento
    el
    έλεγχος επί του διαδρόμου προσγειώσεως, επιθεώρηση στην πίστα
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    escotilha de rampa
    el
    επίπεδο κάλυμμα αμπαριού αλιεύματος, επίπεδο κάλυμμα κύτους αλιεύματος
  • defence / land transport / TRANSPORT
    rampa de lançamento / lançador
    el
    εξέδρα εκτόξευσης, εξέδρα απογείωσης
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – rampa no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-03 23:21:09]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais