re.le.gar ʀələˈɡar
verbo transitivo
1.
παραγκωνίζω [para, σε]
o cavalo deixou de lhe ser útil e ele relegou-o para um canto do estábulo
το άλογο έπαψε να του είναι χρήσιμο κι εκείνος το παραγκώνισε σε μια γωνιά του στάβλου
o novo diretor relegou-o para uma posição secundária
ο νέος διευθυντής τον παραγκώνισε σε μια υποδεέστερη θέση
2.
παραπέμπω [para, για]
relegar um assunto para mais tarde
παραπέμπτω ένα θέμα για αργότερα
3.
εξορίζω [para, σε], εκτοπίζω [para, σε]
o regime relegou muitos democratas para o estrangeiro
το καθεστώς εξόρισε πολλούς δημοκράτες στο εξωτερικό
4.
αποπέμπω [de, από], καθαιρώ [de, από]
relegar (alguém) de um cargo público
αποπέμπω (κάποιον) από μια θέση στο Δημόσιο
5.
εξοστρακίζω [de, από]
relegar (alguém) de uma roda social
εξοστρακίζω (κάποιον) από έναν κοινωνικό κύκλο
relegaram-no de todo e qualquer convívio humano
τον εξοστράκισαν από κάθε ανθρώπινη συναναστροφή
6.
καταδικάζω [a, σε]
devemos relegar ao esquecimento os nossos diferendos
πρέπει να καταδικάσουμε στη λήθη τις διαφορές μας
7.
μεταβιβάζω [em, σε]
relegar direitos e responsabilidades (em alguém)
μεταβιβάζω δικαιώματα και ευθύνες (σε κάποιον)
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – relegar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-03-31 04:46:38]. Disponível em
palavras parecidas
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – relegar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-03-31 04:46:38]. Disponível em