Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
se.xoseparador fonéticaˈsɛksu
nome masculino
1.
φύλο neutro, γένος neutro
sexo feminino
θηλυκό γένος
sexo forte
ισχυρό φύλο
sexo fraco
ασθενές φύλο
sexo masculino
αρσενικό φύλο
2.
φύλο neutro, απόκρυφα neutro, plural
não mostrar o sexo
δεν δείχνω το φύλο μου
3.
σεξ neutro, έρωτας
fazer sexo
κάνω έρωτα
para muitos, o sexo era um tabu
για πολλούς, το σεξ ήταν ταμπού
sexo em grupo
ομαδικό σεξ
sexo seguro
ασφαλές σεξ
4.
σεξ neutro
filme cheio de cenas de sexo
ταινία που βρίθει από σκηνές σεξ
tem o pensamento só no sexo
το μυαλό του είναι μόνο στο σεξ
discutir o sexo dos anjos
βυζαντινολογώ

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • gender equality
    sexo
    el
    φύλο
  • demography and population
    sexo
    el
    φύλο
  • medical science
    sexo seguro
    el
    ασφαλές σεξ
  • health
    ligada ao sexo
    el
    φυλοσύνδεση, φυλοσύνδετος
  • rights and freedoms / behavioural sciences / medical science
    redesignação de género / transição / mudança de sexo
    el
    μετάβαση, επαναπροσδιορισμός φύλου
  • medical science
    seleção do sexo
    el
    προκαθορισμός του φύλου
  • medical science
    ligação ao sexo
    el
    σύνδεση στο φυλετικό χρωμόσωμα, φυλοσύνδεση
  • SOCIAL QUESTIONS / rights and freedoms
    comércio do sexo / comércio sexual
    el
    σωματεμπορία
  • rights and freedoms
    sexo ao nascimento
    el
    φύλο κατά τη γέννηση
  • life sciences
    determinação do sexo
    el
    προσδιορισμός του φύλου
  • health
    determinação do sexo
    el
    προσδιορισμός του φύλου
  • rights and freedoms
    parceiro do mesmo sexo
    el
    σύντροφος του ίδιου φύλου
  • medical science
    caráter ligado ao sexo
    el
    φυλοσύνδετος χαρακτήρας
  • SOCIAL QUESTIONS
    seleção pré-natal do sexo / aborto para efeitos de seleção do sexo
    el
    επιλεκτική άμβλωση με βάση το φύλο
  • SOCIAL QUESTIONS / statistics
    dados repartidos por sexo
    el
    ξεχωριστά δεδομένα για κάθε φύλο
  • medical science
    pirâmide por idade e sexo
    el
    πυραμίδα κατά ηλικία και φύλο
  • rights and freedoms
    perseguição em razão do sexo
    el
    διωγμός εξαιτίας φύλου
  • gender equality
    estereótipo associado ao sexo
    el
    στερεότυπο που αφορά το βιολογικό φύλο
  • SOCIAL QUESTIONS
    HSM / homens que têm sexo com homens / homens que têm relações sexuais com outros homens
    el
    άνδρες που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες
  • sexual discrimination
    discriminação sexual / discriminação em razão do sexo
    el
    διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου, διάκριση λόγω φύλου
  • gender equality
    assédio relacionado com o sexo
    el
    παρενόχληση που σχετίζεται με το βιολογικό φύλο
  • medical science
    HSH / homem que pratica sexo com homem
    el
    άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άτομα του ιδίου φύλου, άνδρες που έχουν σεξουαλική επαφή με άλλους άνδρες
  • health / rights and freedoms
    cirurgia de reatribuição de sexo
    el
    χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου
  • Family law
    união homossexual / união entre pesssoas do mesmo sexo
    el
    ένωση μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, ένωση μεταξύ ομοφυλόφιλων
  • rights and freedoms
    tratamento de reatribuição de sexo
    el
    θεραπεία επαναπροσδιορισμού φύλου
  • gender equality
    estatísticas desagregadas por sexo
    el
    στατιστικές κατά φύλο
  • statistics / SOCIAL QUESTIONS
    Medida de Autoridade segundo o Sexo / GEM / Medida de Participação segundo o Género
    el
    δείκτης GEM, δείκτης ενδυνάμωσης των φύλων
  • civil law / rights and freedoms
    casamento entre pessoas do mesmo sexo
    el
    γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, γάμος ομοφύλων
  • SCIENCE / insurance
    fator atuarial distinto segundo o sexo
    el
    ασφαλιστικό δεδομένο διαφοροποιούμενο αναλόγως του φύλου
  • land transport
    homem do percentil 50 / adulto do sexo masculino do percentil 50
    el
    άνδρας ενήλικας του πεντηκοστού εκατοστημορίου
  • gender equality
    discriminação baseada no género e no sexo
    el
    διάκριση με βάση το βιολογικό φύλο και το φύλο
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    idade de reforma diferente consoante o sexo
    el
    κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο
  • medical science
    teste de letalidade recessiva ligada ao sexo / teste SLRL / prova do gene letal recessivo ligado ao sexo
    el
    δοκιμασία φυλοσύνδετης υπολειπόμενης θανατογόνου μετάλλαξης
  • rights and freedoms
    terapia hormonal para efeitos de mudança de sexo
    el
    θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου
  • LAW / social sciences
    ónus da prova no caso de discriminação em razão do sexo
    el
    βάρος της απόδειξης στις περιπτώσεις διακρίσεων λόγω φύλου
  • equal pay / equal treatment / anti-discriminatory measure / social inequality
    igualdade salarial / igualdade de remuneração / igualdade de remuneração sem discriminação em razão do sexo / salário igual para trabalho igual ou de igual valor
    el
    ισότητα αμοιβής για όμοια εργασία, ισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου
  • rights and freedoms
    reconhecimento de parceiro do mesmo sexo como «parente mais próximo»
    el
    αναγνώριση συντρόφων του ίδιου φύλου ως «πλησιέστερων συγγενών»
  • natural and applied sciences / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    pintainho em que o sexo se conhece devido a uma particularidade genética da plumagem ligada ao sexo
    el
    νεοσσός καθορισμένου φύλου
  • social problem
    «sexo químico»
    el
    χημικό σεξ, σεξ με χρήση ουσιών
  • medical science
    razão de sexos / razão sexual
    el
    αναλογία φύλων
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    separação dos sexos
    el
    διαχωρισμός φύλων
  • SOCIAL QUESTIONS
    sexo-especificidade
    el
    έμφυλη ιδιαιτερότητα
  • SOCIAL QUESTIONS / rights and freedoms
    casal heterossexual / casal de sexos opostos
    el
    ετεροφυλόφιλο ζευγάρι, ετερόφυλο ζευγάρι
  • social affairs / education / gender equality / employment
    igualdade entre os sexos / igualdade de género
    el
    ισότητα των φύλων, ισότητα γυναικών και ανδρών, ισότητα ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες, ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, ισότητα ανδρών και γυναικών
  • labour market / SOCIAL QUESTIONS / social affairs
    segregação de género / segregação entre os sexos
    el
    διαχωρισμός με βάση το φύλο, διαχωρισμός γυναικών και ανδρών
  • social affairs / gender equality
    equilíbrio entre homens e mulheres / equilíbrio entre os dois sexos / equilíbrio entre os géneros
    el
    ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών
  • health
    proporção secundária dos sexos
    el
    δευτερεύουσα αναλογία φύλου
  • social policy
    evaporação da política de igualdade entre os sexos
    el
    "εξάτμιση" της πολιτικής ισότητας των φύλων
  • social affairs
    Grupo de Alto Nível para a Integração da Perspetiva da Igualdade entre os Sexos
    el
    Ομάδα υψηλού επιπέδου για τη συνεκτίμηση της διάστασης του φύλου
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – sexo no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-15 03:59:48]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada sexo

thumbnail gesto
ver
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • gender equality
    sexo
    el
    φύλο
  • demography and population
    sexo
    el
    φύλο
  • medical science
    sexo seguro
    el
    ασφαλές σεξ
  • health
    ligada ao sexo
    el
    φυλοσύνδεση, φυλοσύνδετος
  • rights and freedoms / behavioural sciences / medical science
    redesignação de género / transição / mudança de sexo
    el
    μετάβαση, επαναπροσδιορισμός φύλου
  • medical science
    seleção do sexo
    el
    προκαθορισμός του φύλου
  • medical science
    ligação ao sexo
    el
    σύνδεση στο φυλετικό χρωμόσωμα, φυλοσύνδεση
  • SOCIAL QUESTIONS / rights and freedoms
    comércio do sexo / comércio sexual
    el
    σωματεμπορία
  • rights and freedoms
    sexo ao nascimento
    el
    φύλο κατά τη γέννηση
  • life sciences
    determinação do sexo
    el
    προσδιορισμός του φύλου
  • health
    determinação do sexo
    el
    προσδιορισμός του φύλου
  • rights and freedoms
    parceiro do mesmo sexo
    el
    σύντροφος του ίδιου φύλου
  • medical science
    caráter ligado ao sexo
    el
    φυλοσύνδετος χαρακτήρας
  • SOCIAL QUESTIONS
    seleção pré-natal do sexo / aborto para efeitos de seleção do sexo
    el
    επιλεκτική άμβλωση με βάση το φύλο
  • SOCIAL QUESTIONS / statistics
    dados repartidos por sexo
    el
    ξεχωριστά δεδομένα για κάθε φύλο
  • medical science
    pirâmide por idade e sexo
    el
    πυραμίδα κατά ηλικία και φύλο
  • rights and freedoms
    perseguição em razão do sexo
    el
    διωγμός εξαιτίας φύλου
  • gender equality
    estereótipo associado ao sexo
    el
    στερεότυπο που αφορά το βιολογικό φύλο
  • SOCIAL QUESTIONS
    HSM / homens que têm sexo com homens / homens que têm relações sexuais com outros homens
    el
    άνδρες που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες
  • sexual discrimination
    discriminação sexual / discriminação em razão do sexo
    el
    διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου, διάκριση λόγω φύλου
  • gender equality
    assédio relacionado com o sexo
    el
    παρενόχληση που σχετίζεται με το βιολογικό φύλο
  • medical science
    HSH / homem que pratica sexo com homem
    el
    άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άτομα του ιδίου φύλου, άνδρες που έχουν σεξουαλική επαφή με άλλους άνδρες
  • health / rights and freedoms
    cirurgia de reatribuição de sexo
    el
    χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου
  • Family law
    união homossexual / união entre pesssoas do mesmo sexo
    el
    ένωση μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, ένωση μεταξύ ομοφυλόφιλων
  • rights and freedoms
    tratamento de reatribuição de sexo
    el
    θεραπεία επαναπροσδιορισμού φύλου
  • gender equality
    estatísticas desagregadas por sexo
    el
    στατιστικές κατά φύλο
  • statistics / SOCIAL QUESTIONS
    Medida de Autoridade segundo o Sexo / GEM / Medida de Participação segundo o Género
    el
    δείκτης GEM, δείκτης ενδυνάμωσης των φύλων
  • civil law / rights and freedoms
    casamento entre pessoas do mesmo sexo
    el
    γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, γάμος ομοφύλων
  • SCIENCE / insurance
    fator atuarial distinto segundo o sexo
    el
    ασφαλιστικό δεδομένο διαφοροποιούμενο αναλόγως του φύλου
  • land transport
    homem do percentil 50 / adulto do sexo masculino do percentil 50
    el
    άνδρας ενήλικας του πεντηκοστού εκατοστημορίου
  • gender equality
    discriminação baseada no género e no sexo
    el
    διάκριση με βάση το βιολογικό φύλο και το φύλο
  • EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    idade de reforma diferente consoante o sexo
    el
    κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο
  • medical science
    teste de letalidade recessiva ligada ao sexo / teste SLRL / prova do gene letal recessivo ligado ao sexo
    el
    δοκιμασία φυλοσύνδετης υπολειπόμενης θανατογόνου μετάλλαξης
  • rights and freedoms
    terapia hormonal para efeitos de mudança de sexo
    el
    θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου
  • LAW / social sciences
    ónus da prova no caso de discriminação em razão do sexo
    el
    βάρος της απόδειξης στις περιπτώσεις διακρίσεων λόγω φύλου
  • equal pay / equal treatment / anti-discriminatory measure / social inequality
    igualdade salarial / igualdade de remuneração / igualdade de remuneração sem discriminação em razão do sexo / salário igual para trabalho igual ou de igual valor
    el
    ισότητα αμοιβής για όμοια εργασία, ισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου
  • rights and freedoms
    reconhecimento de parceiro do mesmo sexo como «parente mais próximo»
    el
    αναγνώριση συντρόφων του ίδιου φύλου ως «πλησιέστερων συγγενών»
  • natural and applied sciences / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    pintainho em que o sexo se conhece devido a uma particularidade genética da plumagem ligada ao sexo
    el
    νεοσσός καθορισμένου φύλου
  • social problem
    «sexo químico»
    el
    χημικό σεξ, σεξ με χρήση ουσιών
  • medical science
    razão de sexos / razão sexual
    el
    αναλογία φύλων
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    separação dos sexos
    el
    διαχωρισμός φύλων
  • SOCIAL QUESTIONS
    sexo-especificidade
    el
    έμφυλη ιδιαιτερότητα
  • SOCIAL QUESTIONS / rights and freedoms
    casal heterossexual / casal de sexos opostos
    el
    ετεροφυλόφιλο ζευγάρι, ετερόφυλο ζευγάρι
  • social affairs / education / gender equality / employment
    igualdade entre os sexos / igualdade de género
    el
    ισότητα των φύλων, ισότητα γυναικών και ανδρών, ισότητα ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες, ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, ισότητα ανδρών και γυναικών
  • labour market / SOCIAL QUESTIONS / social affairs
    segregação de género / segregação entre os sexos
    el
    διαχωρισμός με βάση το φύλο, διαχωρισμός γυναικών και ανδρών
  • social affairs / gender equality
    equilíbrio entre homens e mulheres / equilíbrio entre os dois sexos / equilíbrio entre os géneros
    el
    ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών
  • health
    proporção secundária dos sexos
    el
    δευτερεύουσα αναλογία φύλου
  • social policy
    evaporação da política de igualdade entre os sexos
    el
    "εξάτμιση" της πολιτικής ισότητας των φύλων
  • social affairs
    Grupo de Alto Nível para a Integração da Perspetiva da Igualdade entre os Sexos
    el
    Ομάδα υψηλού επιπέδου για τη συνεκτίμηση της διάστασης του φύλου
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – sexo no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-15 03:59:48]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais