sos.se.gar susəˈɡar
verbo transitivo
1.
καθησυχάζω, ησυχάζω
a notícia da vitória sossegou a população
η είδηση της νίκης καθησύχασε τον κόσμο
ele correu a sossegar a mãe
αυτός έτρεξε να ησυχάσει τη μάνα του
sei que era sua intenção sossegar-me
ξέρω ότι σκοπός του ήταν να με καθησυχάσει
2.
ξεκουράζω, αναπαύω
estendeu-se, para sossegar um pouco o corpo
ξάπλωσε, για να ξεκουράσει λίγο το κορμί του
3.
ηρεμώ
o comprimido sossegou-o um pouco
το χάπι τον ηρέμησε λίγο
4.
ηρεμώ, κατευνάζω, καλμάρω
sossegar os ânimos
κατευνάζω τα πνεύματα
5.
χορταίνω
sossegar o estômago
χορταίνω το στομάχι μου
verbo intransitivo
1.
ησυχάζω
soube que eles chegaram bem, já posso sossegar
έμαθα ότι έφτασαν καλά, τώρα μπορώ να ησυχάσω
2.
ηρεμώ, ησυχάζω
à noitinha, o mercado finalmente sossegava
το βραδάκι, η αγορά επιτέλους ηρεμούσε
és um miúdo muito irrequieto, já é tempo de sossegares!
είσαι πολύ άτακτο παιδί, καιρός να ησυχάσεις λιγάκι!
sossega!
ηρέμησε!
3.
ησυχάζω, ξεκουράζομαι
os miúdos não deixam a mãe sossegar um minuto!
τα παιδιά δεν αφήνουν τη μητέρα τους να ησυχάσει ούτε λεπτό!
4.
ηρεμώ, καλμάρω, καταλαγιάζω
o vento ia sossegando
σιγά-σιγά, ο άνεμος ηρεμούσε
5.
ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω
o doente conseguiu sossegar um pouco
ο ασθενής μπόρεσε να ησυχάσει λίγο
6.
καταλαγιάζω
finalmente, aquela excitação sossegou
επιτέλους, εκείνη η υπερδιέγερση καταλάγιασε
7.
αποκοιμάμαι
fartou-se de dar voltas na cama, mas depois lá sossegou
στριφογύριζε πολύ στο κρεβάτι, αλλά μετά αποκοιμήθηκε
8.
αναπαύομαι
para todos chega a hora de sossegar definitivamente!
για όλους φτάνει η ώρα που θα αναπαυόμαστε οριστικά!
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – sossegar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-10 13:49:41]. Disponível em