trans.pi.rar
trɐ̃ʃpiˈrar

verbo intransitivo
1.
ιδρώνω, εφιδρώνω, εξιδρώνω
a tensão nervosa fê-lo transpirar
η υπερένταση τον έκανε να ιδρώσει
o calor faz transpirar
η ζέστη μας κάνει να ιδρώνουμε
transpirar muito/pouco
ιδρώνω πολύ/λίγο
2.
διαπνέω
as plantas também transpiram
και τα φυτά διαπνέουν
3.
figurado διαρρέω, έρχομαι στο φως
nada transpirou do que foi dito na reunião
τίποτα δεν διέρρευσε απ' όσα ειπώθηκαν στη συνάντηση
o conteúdo do documento, apesar de secreto, já transpirou
το περιεχόμενο του εγγράφου, αν και απόρρητο, διέρρευσε κιόλας
verbo transitivo
1.
μουσκεύω με ιδρώτα
com aquele calor, rapidamente transpirou a camisa
με τόση ζέστη, γρήγορα μούσκεψε με ιδρώτα το πουκάμισο
2.
figurado ακτινοβολώ
transpirar boa disposição
ακτινοβολώ ευδιαθεσία
transpirar saúde
ακτινοβολώ υγεία
Partilhar
Como referenciar 
Porto Editora – transpirar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2023-06-01 16:05:11]. Disponível em