hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
u.ni.la.te.ral separador fonéticaunilɐtəˈraɫ
adjetivo de 2 géneros
1.
μονομερής
decisão unilateral
μονομερής απόφαση
desarmamento unilateral
μονομερής αφοπλισμός
obrigações unilaterais
μονομερείς υποχρεώσεις
2.
μονόπλευρος
inclinação unilateral
μονόπλευρη κλίση
vê o problema de uma forma muito unilateral
βλέπει το πρόβλημα με πολύ μονόπλευρο τρόπο

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • LAW
    ato unilateral
    el
    μονομερής δικαιοπραξία, ετεροβαρής δικαιοπραξία
  • statistics
    teste unilateral / teste assimétrico / teste unicaudal
    el
    μονόπλευρος έλεγχος, στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
  • preparation for market
    acordo unilateral
    el
    μονομερής συμφωνία
  • LAW
    relação unilateral
    el
    μονομερής σχέση
  • materials technology / TRANSPORT / land transport
    impulso unilateral
    el
    μονοσήμαντο μέγεθος μιας τάσης
  • electronics and electrical engineering
    controlo unilateral
    el
    μονόπλευρος έλεγχος
  • electronics and electrical engineering
    comutador unilateral
    el
    διακόπτης μονόπλευρος
  • administrative law / LAW
    declaração unilateral
    el
    μονομερής δήλωση
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    engrenagem unilateral
    el
    μονόπλευρη μετάδοση κίνησης με οδοντωτούς τροχούς
  • land transport / TRANSPORT
    orientação unilateral
    el
    ακριβής διόπτευση
  • mechanical engineering
    transmissão unilateral
    el
    μετάδοση μονόπλευρη, μετάδοση δίπλευρη
  • EUROPEAN UNION / LAW
    ato jurídico unilateral
    el
    μονομερής νομική πράξη, μονομερής πράξη
  • chemical compound
    revestimento unilateral
    el
    επίχριση μίας στρώσης
  • mechanical engineering / land transport
    motor linear unilateral
    el
    κινητήρας SLIM, γραμμικός κινητήρας απλού επαγωγέα
  • information technology and data processing
    pinça de ação unilateral
    el
    μονόπλευρος συλλήπτης
  • financial market / financial management
    acordo de margem unilateral
    el
    συμφωνία περιθωρίου μιας κατεύθυνσης
  • administrative law / LAW
    ato unilateral da autoridade
    el
    μονομερής πράξη της δημόσιας αρχής
  • LAW / EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ação unilateral do empregador
    el
    ετεροβαρής πράξη του εργοδότη
  • communications / information technology and data processing
    densidade espetral unilateral
    el
    μονοπλευρική φασματική πυκνότητα
  • tariff policy / TRADE / international trade
    preferência comercial unilateral
    el
    μονομερείς εμπορικές προτιμήσεις
  • FINANCE
    desagravamento fiscal unilateral
    el
    μονομερής ελάφρυνση
  • accounting
    rejeição unilateral de uma dívida
    el
    μονομερής άρνηση εξόφλησης χρέους
  • iron, steel and other metal industries
    intervalo de tolerância unilateral
    el
    μονόπλευρο διάστημα ανοχής
  • preparation for market
    fixação unilateral pelo fornecedor
    el
    μονομερής καθορισμός(των τιμών)από τον εκμισθωτή
  • LAW
    participação de capital unilateral
    el
    μονομερής απόκτηση συμμετοχής
  • electrical energy
    contrato unilateral para diferenciais
    el
    σύμβαση επί διαφοράς μίας κατεύθυνσης, μονόδρομη σύμβαση επί διαφοράς
  • accounting
    cancelamento unilateral de um passivo
    el
    μονομερής διαγραφή υποχρέωσης
  • financial institutions and credit
    ajustamento unilateral da avaliação de crédito
    el
    μονομερής προσαρμογής της πιστωτικής αποτίμησης
  • iron, steel and other metal industries
    intervalo unilateral estatístico de tolerância
    el
    στατιστικό μονόπλευρο διάστημα ανοχής
  • POLITICS
    reforço unilateral dos órgãos intergovernamentais
    el
    μονομερής ενίσχυση των διακυβερνητικών οργάνων
  • communications
    chamada individual unilateral sem transmissão de palavra
    el
    προσωπική κινητή τηλεφωνία
  • administrative law
    rescisão unilateral do contrato de prestação de serviços
    el
    μονομερής καταγγελία της συμβάσεως έργου
  • statistics
    dois testes unilaterais
    el
    δύο δοκιμασίες ενός άκρου
  • FINANCE
    transferências unilaterais
    el
    μονομερείς μεταβιβάσεις, μονομερείς μεταφορές
  • statistics / FINANCE
    balança de transferências unilaterais
    el
    υπόλοιπο μονομερών μεταβιβάσεων
  • INTERNATIONAL RELATIONS
    Relator Especial das Nações Unidas sobre o impacto negativo das medidas coercivas unilaterais no exercício dos direitos humanos
    el
    Ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τον αρνητικό αντίκτυπο των μονομερών μέτρων καταναγκασμού στην άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – unilateral no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-14 17:16:47]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada unilateral

thumbnail gesto
ver
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • LAW
    ato unilateral
    el
    μονομερής δικαιοπραξία, ετεροβαρής δικαιοπραξία
  • statistics
    teste unilateral / teste assimétrico / teste unicaudal
    el
    μονόπλευρος έλεγχος, στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
  • preparation for market
    acordo unilateral
    el
    μονομερής συμφωνία
  • LAW
    relação unilateral
    el
    μονομερής σχέση
  • materials technology / TRANSPORT / land transport
    impulso unilateral
    el
    μονοσήμαντο μέγεθος μιας τάσης
  • electronics and electrical engineering
    controlo unilateral
    el
    μονόπλευρος έλεγχος
  • electronics and electrical engineering
    comutador unilateral
    el
    διακόπτης μονόπλευρος
  • administrative law / LAW
    declaração unilateral
    el
    μονομερής δήλωση
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    engrenagem unilateral
    el
    μονόπλευρη μετάδοση κίνησης με οδοντωτούς τροχούς
  • land transport / TRANSPORT
    orientação unilateral
    el
    ακριβής διόπτευση
  • mechanical engineering
    transmissão unilateral
    el
    μετάδοση μονόπλευρη, μετάδοση δίπλευρη
  • EUROPEAN UNION / LAW
    ato jurídico unilateral
    el
    μονομερής νομική πράξη, μονομερής πράξη
  • chemical compound
    revestimento unilateral
    el
    επίχριση μίας στρώσης
  • mechanical engineering / land transport
    motor linear unilateral
    el
    κινητήρας SLIM, γραμμικός κινητήρας απλού επαγωγέα
  • information technology and data processing
    pinça de ação unilateral
    el
    μονόπλευρος συλλήπτης
  • financial market / financial management
    acordo de margem unilateral
    el
    συμφωνία περιθωρίου μιας κατεύθυνσης
  • administrative law / LAW
    ato unilateral da autoridade
    el
    μονομερής πράξη της δημόσιας αρχής
  • LAW / EMPLOYMENT AND WORKING CONDITIONS
    ação unilateral do empregador
    el
    ετεροβαρής πράξη του εργοδότη
  • communications / information technology and data processing
    densidade espetral unilateral
    el
    μονοπλευρική φασματική πυκνότητα
  • tariff policy / TRADE / international trade
    preferência comercial unilateral
    el
    μονομερείς εμπορικές προτιμήσεις
  • FINANCE
    desagravamento fiscal unilateral
    el
    μονομερής ελάφρυνση
  • accounting
    rejeição unilateral de uma dívida
    el
    μονομερής άρνηση εξόφλησης χρέους
  • iron, steel and other metal industries
    intervalo de tolerância unilateral
    el
    μονόπλευρο διάστημα ανοχής
  • preparation for market
    fixação unilateral pelo fornecedor
    el
    μονομερής καθορισμός(των τιμών)από τον εκμισθωτή
  • LAW
    participação de capital unilateral
    el
    μονομερής απόκτηση συμμετοχής
  • electrical energy
    contrato unilateral para diferenciais
    el
    σύμβαση επί διαφοράς μίας κατεύθυνσης, μονόδρομη σύμβαση επί διαφοράς
  • accounting
    cancelamento unilateral de um passivo
    el
    μονομερής διαγραφή υποχρέωσης
  • financial institutions and credit
    ajustamento unilateral da avaliação de crédito
    el
    μονομερής προσαρμογής της πιστωτικής αποτίμησης
  • iron, steel and other metal industries
    intervalo unilateral estatístico de tolerância
    el
    στατιστικό μονόπλευρο διάστημα ανοχής
  • POLITICS
    reforço unilateral dos órgãos intergovernamentais
    el
    μονομερής ενίσχυση των διακυβερνητικών οργάνων
  • communications
    chamada individual unilateral sem transmissão de palavra
    el
    προσωπική κινητή τηλεφωνία
  • administrative law
    rescisão unilateral do contrato de prestação de serviços
    el
    μονομερής καταγγελία της συμβάσεως έργου
  • statistics
    dois testes unilaterais
    el
    δύο δοκιμασίες ενός άκρου
  • FINANCE
    transferências unilaterais
    el
    μονομερείς μεταβιβάσεις, μονομερείς μεταφορές
  • statistics / FINANCE
    balança de transferências unilaterais
    el
    υπόλοιπο μονομερών μεταβιβάσεων
  • INTERNATIONAL RELATIONS
    Relator Especial das Nações Unidas sobre o impacto negativo das medidas coercivas unilaterais no exercício dos direitos humanos
    el
    Ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τον αρνητικό αντίκτυπο των μονομερών μέτρων καταναγκασμού στην άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – unilateral no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-14 17:16:47]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais