a.fli.to
ɐˈflitu

adjetivo
1.
καταστενοχωρημένος, αγχωμένος
parecia aflito
έδειχνε καταστενοχωρημένος
2.
βασανισμένος, ταλαιπωρημένος
hoje, estou aflito com um dente
σήμερα, είμαι ταλαιπωρημένος εξ αιτίας ενός δοντιού
3.
coloquial πιεσμένος
o pequeno estava aflito para ir à casa de banho
το πιτσιρίκι πιεζόταν πολύ να πάει στην τουαλέτα
nome masculino, feminino
πάσχων
dedicou-se a socorrer os aflitos
αφοσιώθηκε στο να βοηθάει τους πάσχοντες
andar aflito de
είμαι πνιγμένος σε
andar aflito de trabalho
είμαι πνιγμένος στη δουλειάPartilhar
Como referenciar 
Porto Editora – aflito no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2025-02-11 16:18:53]. Disponível em