Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
or.demseparador fonéticaˈɔrdɐj̃
nome feminino
1.
διάταξη, σειρά
a ordem das palavras numa frase
η διατάξη των λέξεων σε μια πρόταση
2.
τάξη, σειρά
antes de saíres, deixa o teu quarto em ordem
προτού βγεις έξω, άφησε το δωμάτιό σου σε τάξη
não tem ordem nenhuma nas suas coisas
δεν έχει καμιά τάξη στα πράγματά του
pus os meus documentos em ordem
έβαλα τα έγγραφά μου σε μια σειρά
3.
σειρά
a ordem de apresentação dos concorrentes
η σειρά παρουσίασης των υποψηφίων
estar por ordem
είμαι στη σειρά
ordem alfabética/numérica/cronológica
κατά αλφαβητική/αριθμητική/χρονολογική σειρά
ordem crescente/decrescente
αύξουσα/φθίνουσα σειρά
pôr (alguma coisa) por ordem
βάζω (κάτι) με τη σειρά
por ordem de tamanhos/idades
κατά σειρά μεγέθους/ηλικίας
4.
τάξη
a ordem natural das coisas
η φυσική τάξη πραγμάτων
a ordem universal
η τάξη του Σύμπαντος
5.
τάξη, ομαλότητα
chamar à ordem
ανακαλώ στην τάξη
manter a ordem
διατηρώ την τάξη
6.
διαταγή, εντολή
acatar ordens
συμμορφώνομαι με τις διαταγές
anular uma ordem
ακυρώνω μια διαταγή
ateve-se às ordens recebidas
περιορίστηκε στις διαταγές που είχε λάβει
cumprir uma ordem
εκτελώ μια διαταγή
desafiar as ordens (de alguém)
αψηφώ τις εντολές (κάποιου)
executar ordens
εκτελώ διαταγές
o capitão dá ordens à companhia
ο λοχαγός δίνει διαταγές στο λόχο του
por ordem de (alguém)
κατ' εντολή (κάποιου)
7.
ένταλμα neutro
ordem de captura
ένταλμα σύλληψης
ordem de pagamento
ένταλμα πληρωμής
ordem de prisão
ένταλμα φυλάκισης
8.
διαταγή
ordem de despejo
διαταγή έξωσης
9.
τάξη, φύση
é uma questão de ordem moral
είναι θέμα ηθικής τάξης
ocupei a atenção com problemas de vária ordem
απασχόλησα την προσοχή μου με διάφορης φύσης προβλήματα
10.
σύλλογος masculino
Ordem dos Advogados
Δικηγορικός Σύλλογος
Ordem dos Médicos
Ιατρικός Σύλλογος
11.
τάγμα neutro
a grã-cruz de uma ordem honorífica
ο μεγαλόσταυρος ενός τιμητικού τάγματος
mestre de uma ordem militar
μάγιστρος ενός στρατιωτικού τάγματος
ordem de cavalaria
ιπποτικό τάγμα
Ordem de Cristo/dos Beneditinos
Τάγμα του Χριστού/των Βενεδικτίνων
ordem monástica
μοναχικό τάγμα
12.
ARQUITETURA ρυθμός masculino
ordem dórica/jónica/coríntia
δωρικός/ιωνικός/κορινθιακός ρυθμός
13.
ZOOLOGIA, BOTÂNICA τάξη, κατηγορία
a ordem dos crustáceos
η τάξη των οστρακόδερμων
14.
τάξη, ύψος neutro
custos na ordem dos milhões
κόστη της τάξης των εκατομμυρίων
15.
RELIGIÃO plural βαθμός masculino, singular ιεροσύνης, σχήμα neutro, singular του κληρικού
conferir ordens
απονέμω βαθμό ιεροσύνης
tomar ordens
δέχομαι το σχήμα του κληρικού
(banco) à ordem
όψεως
conta à ordem
λογαριασμός όψεως
à ordem de
επ' ονόματιgenitivo , σε διαταγήgenitivo
cheque à ordem de...
επιταγή επ' ονόματι του...
até novas ordens
μέχρι νεωτέρας διαταγής
RELIGIÃO de ordens menores
μικρόσχημος
de primeira ordem
πρώτης τάξεως
estar às ordens (de alguém)
είμαι στις διαταγές (κάποιου)
estar em ordem
είμαι εντάξει
os meus documentos estão em ordem
τα προσωπικά μου έγγραφα είναι εντάξει
forças da ordem
δυνάμεις ασφαλείας, δυνάμεις διατήρησης της τάξης
meter na ordem
επαναφέρω στην τάξη
ordem de batalha
διάταξη μάχης
ordem de ideias
λογική, σκεπτικό
nesta ordem de ideias
στο πλαίσιο αυτής της λογικής

por essa ordem de ideias
με αυτό το σκεπτικό
ordem de serviço
υπηρεσιακή διαταγή
ordem do dia
ημερήσια διάταξη
ordem equestre
τάγμα ιπποτών
ordem estabelecida
κατεστημένο, καθεστηκυία τάξη
ordem pública
δημόσια τάξη
RELIGIÃO ordens menores
τάγματα Μικρών Αδελφών
palavra de ordem
σύνθημα
por ordem e conta de (alguém)
επ' εντολή και για λογαριαμό (κάποιου)
sempre às ordens!
στις διαταγές σας!
sob as ordens (de alguém)
υπό τις διαταγές (κάποιου)
estar sob as ordens (de alguém)
διατελώ υπό τις διαταγές (κάποιου)

foi uma honra trabalhar sob as suas ordens
ήταν τιμή μου να εργαστώ υπό τις διαταγές του

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • parliamentary procedure / European Parliament
    ordem
    el
    επιτακτική εντολή
  • electrical industry / TRADE
    ordem
    el
    εντολή
  • statistics
    ordem / posto / número de ordem
    el
    βαθμός
  • LAW
    despachos / norma de aplicação / ordem
    el
    εκτελεστικό διάταγμα
  • ENVIRONMENT
    ordem / normas jurídicas
    el
    εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη
  • FINANCE
    ordem / ordem de bolsa
    el
    εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων
  • electronics and electrical engineering
    ordem
    el
    αρμονικός αριθμός
  • information technology and data processing / technology and technical regulations
    ordem
    el
    τάξη, ακολουθία
  • land transport / TRANSPORT
    ordem
    el
    τάξη
  • documentation / information technology and data processing
    ordem
    el
    διάταξη
  • administrative law / humanities / linguistics
    p.o. / p.p. / por ordem / por procuração
    el
    κατ' εντολή, αντ' αυτού, α.α.
  • offence / trading operation / financial institutions and credit
    ordem ping / ping order
    el
    διερευνητική εντολή
  • financial market
    ordem de cessação / ordem stop
    el
    εντολή τερματισμού απώλειας, εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριο, εντολή ελαχιστοποίησης ζημίας
  • financial market
    ordem conexa
    el
    συνδεδεμένη εντολή
  • statistics
    ordem casual / ordem aleatória
    el
    τυχαία διάταξη
  • EU institution
    ordem de trabalhos / ordem do dia
    el
    ημερησία διάταξη
  • documentation / information technology and data processing
    ordem linear
    el
    γραμμική διάταξη
  • financial market / commercial transaction
    ordem passiva
    el
    παθητική εντολή
  • LAW
    ordem pública
    el
    δημόσια τάξη
  • financial market
    ordem nominal
    el
    ονομαστική εντολή, μη ανώνυμη εντολή
  • ENVIRONMENT
    decreto administrativo / ordem oficial
    el
    διοικητικό διάταγμα
  • FINANCE
    título à ordem / papel à ordem
    el
    τίτλοι σε διαταγή, τίτλος εις διαταγήν, συναλλαγματική " εις διαταγήν"
  • statistics / SCIENCE
    ordem cíclica
    el
    κυκλική διάταξη
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    ordem técnica
    el
    οδηγίες αποκατάστασης
  • parliamentary procedure / European Parliament
    ponto de ordem
    el
    αίτηση επί της διαδικασίας
  • financial market / commercial transaction
    ordem dirigida
    el
    κατευθυνόμενη εντολή
  • financial market
    ordem no fecho
    el
    εντολή στο κλείσιμο, εντολή στην τιμή κλεισίματος
  • budget / taxation / accounting
    conta de ordem
    el
    λογαριασμός τάξεως, εκκρεμής λογαριασμός
  • preparation for market / FINANCE
    cheque à ordem
    el
    επιταγή σε διαταγή
  • EUROPEAN UNION / FINANCE
    conta de ordem / conta provisória
    el
    λογαριασμοί τάξεως, προσωρινός λογαριασμός
  • accounting / FINANCE
    conta provisória / conta de ordem
    el
    εκκρεμής λογαριασμός
  • organisation of the legal system
    ordem jurídica / ordenamento jurídico
    el
    νομικό σύστημα
  • voluntary organisation / religious group / geography / Catholicism
    Ordem de Malta / Ordem Soberana e Militar de Malta
    el
    Τάγμα της Μάλτας (ή Μελίτης), Τάγμα της Μάλτας
  • LAW
    ordem jurídica
    el
    έννομη τάξη
  • information technology and data processing
    ordem arranque
    el
    σχόλιο εκκίνησης
  • documentation / information technology and data processing
    ordem numérica
    el
    αριθμική διάταξη
  • land transport / TRANSPORT
    ordem da ponte
    el
    διαταγή από τη γέφυρα
  • Criminal law
    ordem de prisão / mandado de detenção / mandado de captura / mandado de condução
    el
    ένταλμα σύλληψης
  • commercial transaction / financial market
    ordem ao preço de mercado / ordem ao melhor
    el
    εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμή, εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμή
  • financial market / commercial transaction
    ordem divulgada
    el
    γνωστοποιημένη εντολή
  • financial market / commercial transaction
    ordem agressiva
    el
    επιθετική εντολή
  • tariff policy / common commercial policy
    número de ordem
    el
    αύξων αριθμός
  • energy policy / electrical industry / technical regulations
    ordem de mérito
    el
    αξιολογική κατάταξη
  • financial market / commercial transaction
    ordem implícita
    el
    συνεπαγόμενη εντολή, σιωπηρή εντολή
  • documentation / information technology and data processing
    número de ordem / referência do documento
    el
    αριθμός εγγράφου, αριθμός τεκμηρίου
  • information technology and data processing / technology and technical regulations
    código de operação / código de ordem
    el
    λειτουργικός κώδικας
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – ordem no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-08 07:22:28]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada ordem

thumbnail gesto
ver

Provérbios

  • A ordem é rica, os frades são poucos.

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • parliamentary procedure / European Parliament
    ordem
    el
    επιτακτική εντολή
  • electrical industry / TRADE
    ordem
    el
    εντολή
  • statistics
    ordem / posto / número de ordem
    el
    βαθμός
  • LAW
    despachos / norma de aplicação / ordem
    el
    εκτελεστικό διάταγμα
  • ENVIRONMENT
    ordem / normas jurídicas
    el
    εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη
  • FINANCE
    ordem / ordem de bolsa
    el
    εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων
  • electronics and electrical engineering
    ordem
    el
    αρμονικός αριθμός
  • information technology and data processing / technology and technical regulations
    ordem
    el
    τάξη, ακολουθία
  • land transport / TRANSPORT
    ordem
    el
    τάξη
  • documentation / information technology and data processing
    ordem
    el
    διάταξη
  • administrative law / humanities / linguistics
    p.o. / p.p. / por ordem / por procuração
    el
    κατ' εντολή, αντ' αυτού, α.α.
  • offence / trading operation / financial institutions and credit
    ordem ping / ping order
    el
    διερευνητική εντολή
  • financial market
    ordem de cessação / ordem stop
    el
    εντολή τερματισμού απώλειας, εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριο, εντολή ελαχιστοποίησης ζημίας
  • financial market
    ordem conexa
    el
    συνδεδεμένη εντολή
  • statistics
    ordem casual / ordem aleatória
    el
    τυχαία διάταξη
  • EU institution
    ordem de trabalhos / ordem do dia
    el
    ημερησία διάταξη
  • documentation / information technology and data processing
    ordem linear
    el
    γραμμική διάταξη
  • financial market / commercial transaction
    ordem passiva
    el
    παθητική εντολή
  • LAW
    ordem pública
    el
    δημόσια τάξη
  • financial market
    ordem nominal
    el
    ονομαστική εντολή, μη ανώνυμη εντολή
  • ENVIRONMENT
    decreto administrativo / ordem oficial
    el
    διοικητικό διάταγμα
  • FINANCE
    título à ordem / papel à ordem
    el
    τίτλοι σε διαταγή, τίτλος εις διαταγήν, συναλλαγματική " εις διαταγήν"
  • statistics / SCIENCE
    ordem cíclica
    el
    κυκλική διάταξη
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    ordem técnica
    el
    οδηγίες αποκατάστασης
  • parliamentary procedure / European Parliament
    ponto de ordem
    el
    αίτηση επί της διαδικασίας
  • financial market / commercial transaction
    ordem dirigida
    el
    κατευθυνόμενη εντολή
  • financial market
    ordem no fecho
    el
    εντολή στο κλείσιμο, εντολή στην τιμή κλεισίματος
  • budget / taxation / accounting
    conta de ordem
    el
    λογαριασμός τάξεως, εκκρεμής λογαριασμός
  • preparation for market / FINANCE
    cheque à ordem
    el
    επιταγή σε διαταγή
  • EUROPEAN UNION / FINANCE
    conta de ordem / conta provisória
    el
    λογαριασμοί τάξεως, προσωρινός λογαριασμός
  • accounting / FINANCE
    conta provisória / conta de ordem
    el
    εκκρεμής λογαριασμός
  • organisation of the legal system
    ordem jurídica / ordenamento jurídico
    el
    νομικό σύστημα
  • voluntary organisation / religious group / geography / Catholicism
    Ordem de Malta / Ordem Soberana e Militar de Malta
    el
    Τάγμα της Μάλτας (ή Μελίτης), Τάγμα της Μάλτας
  • LAW
    ordem jurídica
    el
    έννομη τάξη
  • information technology and data processing
    ordem arranque
    el
    σχόλιο εκκίνησης
  • documentation / information technology and data processing
    ordem numérica
    el
    αριθμική διάταξη
  • land transport / TRANSPORT
    ordem da ponte
    el
    διαταγή από τη γέφυρα
  • Criminal law
    ordem de prisão / mandado de detenção / mandado de captura / mandado de condução
    el
    ένταλμα σύλληψης
  • commercial transaction / financial market
    ordem ao preço de mercado / ordem ao melhor
    el
    εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμή, εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμή
  • financial market / commercial transaction
    ordem divulgada
    el
    γνωστοποιημένη εντολή
  • financial market / commercial transaction
    ordem agressiva
    el
    επιθετική εντολή
  • tariff policy / common commercial policy
    número de ordem
    el
    αύξων αριθμός
  • energy policy / electrical industry / technical regulations
    ordem de mérito
    el
    αξιολογική κατάταξη
  • financial market / commercial transaction
    ordem implícita
    el
    συνεπαγόμενη εντολή, σιωπηρή εντολή
  • documentation / information technology and data processing
    número de ordem / referência do documento
    el
    αριθμός εγγράφου, αριθμός τεκμηρίου
  • information technology and data processing / technology and technical regulations
    código de operação / código de ordem
    el
    λειτουργικός κώδικας
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – ordem no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-08 07:22:28]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais