ri.di.cu.la.ri.aʀidikulɐˈriɐ
nome feminino
1.
φαιδρότητα
já pensaste na ridicularia da tua atitude?
σκέφτηκες καλά τη φαιδρότητα της στάσης σου;
2.
φαιδρότητα, φαιδρολόγημα neutro
dizer ridicularias
λέω φαιδρότητες
3.
φτηνόπραγμα neutro, μικροπράγμα neutro, μπαγκατέλα
não lhe ofereças essa ridicularia!
μη του κάνεις δώρο αυτό το φτηνόπραγμα!
4.
μπαγκατέλα, πενταροδεκάρες plural
a camisa custou-me uma ridicularia
το πουκάμισο μου κόστισε μια μπαγκατέλα
regateou por uma ridicularia
έκανε παζάρι για πενταροδεκάρες
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – ridicularia no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-09 04:07:31]. Disponível em