hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
in.te.res.seseparador fonéticaĩtəˈres(ə)
nome masculino
1.
ενδιαφέρον neutro
atitude que espicaçou o meu interesse
στάση που κέντρισε το ενδιαφέρον μου
centrou o seu interesse num ponto da questão
συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του σ' ένα σημείο του ζητήματος
despertar interesse
γεννώ ενδιαφέρον
era comovedor o seu interesse pelo pequeno órfão
ήταν συγκινητικό το ενδιαφέρον της για το μικρό ορφανό
excitar o interesse (de alguém)
εξάπτω το ενδιαφέρον (κάποιου)
manifestar interesse genuíno por (alguma coisa)
δείχνω πραγματικό ενδιαφέρον για (κάτι)
palavras que atraíram o meu interesse
λόγια που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον μου
perder o interesse em/por (alguém/alguma coisa)
χάνω το ενδιαφέρον για (κάποιον/κάτι)
sentir interesse por (alguém)
αισθάνομαι ενδιαφέρον για (κάποιον)
um filme sem interesse
μια ταινία χωρίς ενδιαφέρον
2.
(προσωπικό) συμφέρον neutro, ιδιοτέλεια feminino
agiu assim não por bondade, mas por interesse
ενήργησε έτσι όχι από καλοσύνη, αλλά από ιδιοτέλεια
fazer (alguma coisa) por interesse
κάνω (κάτι) από συμφέρον
3.
συμφέρον neutro
o seu móbil foi o interesse
το κίνητρό του ήταν το συμφέρον
4.
σημασία feminino
esta questão é de interesse vital
αυτό το ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας
5.
όφελος neutro
no teu próprio interesse
προς δικό σου όφελος
o governo agiu no interesse da nação
η κυβέρνηση ενήργησε προς όφελος του έθνους
qual é o interesse de toda esta discussão?
ποιο το όφελος όλης αυτής της διαμάχης;
6.
plural ενδιαφέροντα neutro
esfera de interesses
σφαίρα ενδιαφερόντων
interesses pessoais
προσωπικά ενδιαφέροντα
os interesses comuns aproximam-vos
τα κοινά ενδιαφέροντα σας ενώνουν
7.
plural συμφέροντα neutro
comunidade de interesses
σύμπτωση συμφερόντων
conflito de interesses
σύγκρουση συμφερόντων
convergência de interesses
σύγκλιση συμφερόντων
interesses antagónicos
ανταγωνιστικά συμφέροντα
jogo de interesses
παιχνίδι συμφερόντων
são afetados os nossos interesses vitais
πλήττονται τα ζωτικά συμφέροντά μας
solução estranha aos nossos interesses
λύση ξένη προς τα συμφέροντά μας
8.
plural συμμετοχή feminino, singular
ter interesses numa empresa
έχω συμμετοχή σε μια επιχείρηση
legítimo interesse
έννομο συμφέρον
ter interesse em (alguma coisa)
1.
ενδιαφέρομαι για (κάτι)
ela tem interesse em questões dessa natureza
αυτή ενδιαφέρεται για τέτοιας φύσης ζητήματα
2.
έχω συμφέρον σε (κάτι)
ele tem interesse naquele negócio
αυτός έχει συμφέρον σ' εκείνη τη δοσοληψία
interesse
Imperativo do verbo interessar
expandir
interessa
tu
interesse
ele, ela, você
interessemos
nós
interessai
vós
interessem
eles, elas, vocês
Presente do Conjuntivo do verbo interessar
expandir
que eu
interesse
que tu
interesses
que ele, ela, você
interesse
que nós
interessemos
que vós
interesseis
que eles, elas, vocês
interessem

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • cooperation policy
    interesse comum / interesse mútuo
    el
    αμοιβαίο συμφέρον
  • data processing
    interesse vital
    el
    ζωτικό συμφέρον
  • LAW
    interesse em agir
    el
    συμφέρον προς άσκηση προσφυγής
  • Family law
    superior interesse da criança / interesse superior da criança / interesse da criança / interesse do menor / interesse do filho
    el
    υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, συμφέρον του τέκνου, συμφέρον του παιδιού
  • right of asylum / migration
    interesse legítimo
    el
    έννομο συμφέρον
  • POLITICS / INTERNATIONAL RELATIONS
    interesse nacional
    el
    εθνικό συμφέρον
  • political party
    Vlaams Belang / Interesse Flamengo / Vlaams Blok / Bloco Flamengo
    el
    Φλαμανδική Συσπείρωση, Vlaams Belang, Vl.Blok
  • LAW
    interesse legítimo
    el
    έννομο συμφέρον
  • ENVIRONMENT
    grupo de interesse / grupos de interesse
    el
    ομάδα πίεσης/ομάδα συμφερόντων
  • LAW
    interesse coletivo
    el
    συλλογικό συμφέρον
  • social security
    centro de interesse das atividades / centro de interesse
    el
    κέντρο συμφερόντων
  • communications policy / FINANCE / information technology and data processing
    objeto / objeto de interesse
    el
    αντικείμενο ενδιαφέροντος, αντικείμενο
  • insurance
    interesse segurável
    el
    έννομο συμφέρον, ασφαλιζόμενο συμφέρον
  • epidemiology
    variante de interesse
    el
    παραλλαγή ειδικού ενδιαφέροντος, παραλλαγή ειδικού ενδιαφέροντος του SARS-CoV-2
  • business organisation / accounting
    interesse sem controlo / participação sem controlo / interesse minoritário / interesse que não controla
    el
    δικαίωμα που δεν ασκεί έλεγχο, μη ελέγχουσα συμμετοχή
  • insurance
    interesse do vendedor
    el
    έννομο συμφέρον του πωλητή
  • LAW
    interesse do processo
    el
    απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης
  • EUROPEAN UNION / LAW
    interesse em intervir
    el
    έχω συμφέρον να παρέμβω στη διαδικασία
  • ECONOMICS / FINANCE
    interesse patrimonial
    el
    καθήκον προστασίας των περιουσιακών συμφερόντων
  • insurance
    interesse do comprador
    el
    έννομο συμφέρον αγοραστή για ασφάλιση
  • insurance
    interesse sobre o casco
    el
    το έννομο συμφέρον του πλοίου
  • accounting / business organisation
    interesse de propriedade
    el
    ιδιοκτησιακό δικαίωμα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή, δικαίωμα ιδιοκτησίας
  • EUROPEAN UNION
    noção de interesse comum
    el
    η αρχή του κοινού συμφέροντος, η έννοια του κοινού ενδιαφέροντος 2)η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος
  • accounting
    interesse noutra entidade
    el
    συμφέροντα σε μιαν άλλη οντότητα
  • insurance
    interesse nas mercadorias
    el
    έννομο συμφέρον ασφάλισης εμπορεύματος
  • medical science
    gene com interesse médico
    el
    γονίδιο που παρουσιάζει ιατρικό ενδιαφέρον
  • means of communication
    artigo de interesse geral
    el
    άρθρο γενικού ενδιαφέροντος
  • POLITICS / LAW
    reconhecido interesse público / interesse público prioritário / superior interesse público / interesse público superior / interesse público prevalecente / interesse público perentório
    el
    υπερισχύον δημόσιο συμφέρον
  • EUROPEAN UNION / LAW
    PIC / projeto de interesse comum
    el
    σχέδιο κοινού ενδιαφέροντος
  • executive power and public service / ECONOMICS / SOCIAL QUESTIONS / BUSINESS AND COMPETITION
    serviços de interesse geral / serviço de interesse geral
    el
    υπηρεσία γενικού συμφέροντος, υπηρεσία κοινής ωφελείας
  • air transport
    local de interesse público
    el
    τοποθεσία δημοσίου ενδιαφέροντος
  • EUROPEAN UNION / LAW
    questão de interesse comum
    el
    πρόβλημα κοινού ενδιαφέροντος
  • EUROPEAN UNION / LAW / European Union
    questão de interesse comum
    el
    θέμα κοινού ενδιαφέροντος
  • materials technology
    grupo de interesse técnico
    el
    ομάδα τεχνικού ενδιαφέροντος
  • cultural tourism / culture
    zona de interesse histórico / zonas de interesse histórico
    el
    ιστορική τοποθεσία
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    árvore de interesse público / árvore classificada
    el
    προστατευτέον δένδρον
  • health
    árvore de interesse público
    el
    πολύτιμον δένδρον
  • communications / information technology and data processing
    programa de interesse geral
    el
    πρόγραμμα ειδικού ενδιαφέροντος
  • EUROPEAN UNION / LAW
    recurso no interesse da lei
    el
    αναίρεση υπέρ του νόμου
  • ECONOMICS / FINANCE
    EIP / entidade de interesse público
    el
    οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος
  • LAW / FINANCE
    atividades de interesse geral
    el
    δραστηριότητες γενικού συμφέροντος
  • rights and freedoms
    proteção do interesse público
    el
    προστασία του δημόσιου συμφέροντος
  • accounting
    centro de interesse económico
    el
    επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος
  • leisure
    centro de interesse turístico
    el
    κέντρο τουριστικού ενδιαφέροντος
  • communications / information technology and data processing
    programa de interesse público
    el
    πρόγραμμα κοινού ενδιαφέροντος
  • LAW
    legítimo interesse do titular
    el
    έννομο συμφέρον του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας
  • maritime transport
    porto de interesse comunitário
    el
    λιμάνι κοινοτικού ενδιαφέροντος
  • migration
    AIS / avaliação do interesse superior da criança / avaliação do interesse superior
    el
    ΕΒΣ, αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, εκτίμηση βέλτιστου συμφέροντος
  • EUROPEAN UNION / land transport / FINANCE / TRANSPORT
    declaração de interesse europeu / declaração de utilidade europeia / DUE / DIE
    el
    δεδηλωμένη αναγνώριση της ευρωπαϊκής χρησιμότητας, Δήλωση Ευρωπαïκού συμφέροντος, ΔΕΣ, δήλωση για τον κοινωφελή χαρακτήρα του έργου για την Ευρώπη
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – interesse no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-13 15:38:23]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada interesse

thumbnail gesto
ver

Citações

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • cooperation policy
    interesse comum / interesse mútuo
    el
    αμοιβαίο συμφέρον
  • data processing
    interesse vital
    el
    ζωτικό συμφέρον
  • LAW
    interesse em agir
    el
    συμφέρον προς άσκηση προσφυγής
  • Family law
    superior interesse da criança / interesse superior da criança / interesse da criança / interesse do menor / interesse do filho
    el
    υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, συμφέρον του τέκνου, συμφέρον του παιδιού
  • right of asylum / migration
    interesse legítimo
    el
    έννομο συμφέρον
  • POLITICS / INTERNATIONAL RELATIONS
    interesse nacional
    el
    εθνικό συμφέρον
  • political party
    Vlaams Belang / Interesse Flamengo / Vlaams Blok / Bloco Flamengo
    el
    Φλαμανδική Συσπείρωση, Vlaams Belang, Vl.Blok
  • LAW
    interesse legítimo
    el
    έννομο συμφέρον
  • ENVIRONMENT
    grupo de interesse / grupos de interesse
    el
    ομάδα πίεσης/ομάδα συμφερόντων
  • LAW
    interesse coletivo
    el
    συλλογικό συμφέρον
  • social security
    centro de interesse das atividades / centro de interesse
    el
    κέντρο συμφερόντων
  • communications policy / FINANCE / information technology and data processing
    objeto / objeto de interesse
    el
    αντικείμενο ενδιαφέροντος, αντικείμενο
  • insurance
    interesse segurável
    el
    έννομο συμφέρον, ασφαλιζόμενο συμφέρον
  • epidemiology
    variante de interesse
    el
    παραλλαγή ειδικού ενδιαφέροντος, παραλλαγή ειδικού ενδιαφέροντος του SARS-CoV-2
  • business organisation / accounting
    interesse sem controlo / participação sem controlo / interesse minoritário / interesse que não controla
    el
    δικαίωμα που δεν ασκεί έλεγχο, μη ελέγχουσα συμμετοχή
  • insurance
    interesse do vendedor
    el
    έννομο συμφέρον του πωλητή
  • LAW
    interesse do processo
    el
    απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης
  • EUROPEAN UNION / LAW
    interesse em intervir
    el
    έχω συμφέρον να παρέμβω στη διαδικασία
  • ECONOMICS / FINANCE
    interesse patrimonial
    el
    καθήκον προστασίας των περιουσιακών συμφερόντων
  • insurance
    interesse do comprador
    el
    έννομο συμφέρον αγοραστή για ασφάλιση
  • insurance
    interesse sobre o casco
    el
    το έννομο συμφέρον του πλοίου
  • accounting / business organisation
    interesse de propriedade
    el
    ιδιοκτησιακό δικαίωμα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή, δικαίωμα ιδιοκτησίας
  • EUROPEAN UNION
    noção de interesse comum
    el
    η αρχή του κοινού συμφέροντος, η έννοια του κοινού ενδιαφέροντος 2)η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος
  • accounting
    interesse noutra entidade
    el
    συμφέροντα σε μιαν άλλη οντότητα
  • insurance
    interesse nas mercadorias
    el
    έννομο συμφέρον ασφάλισης εμπορεύματος
  • medical science
    gene com interesse médico
    el
    γονίδιο που παρουσιάζει ιατρικό ενδιαφέρον
  • means of communication
    artigo de interesse geral
    el
    άρθρο γενικού ενδιαφέροντος
  • POLITICS / LAW
    reconhecido interesse público / interesse público prioritário / superior interesse público / interesse público superior / interesse público prevalecente / interesse público perentório
    el
    υπερισχύον δημόσιο συμφέρον
  • EUROPEAN UNION / LAW
    PIC / projeto de interesse comum
    el
    σχέδιο κοινού ενδιαφέροντος
  • executive power and public service / ECONOMICS / SOCIAL QUESTIONS / BUSINESS AND COMPETITION
    serviços de interesse geral / serviço de interesse geral
    el
    υπηρεσία γενικού συμφέροντος, υπηρεσία κοινής ωφελείας
  • air transport
    local de interesse público
    el
    τοποθεσία δημοσίου ενδιαφέροντος
  • EUROPEAN UNION / LAW
    questão de interesse comum
    el
    πρόβλημα κοινού ενδιαφέροντος
  • EUROPEAN UNION / LAW / European Union
    questão de interesse comum
    el
    θέμα κοινού ενδιαφέροντος
  • materials technology
    grupo de interesse técnico
    el
    ομάδα τεχνικού ενδιαφέροντος
  • cultural tourism / culture
    zona de interesse histórico / zonas de interesse histórico
    el
    ιστορική τοποθεσία
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    árvore de interesse público / árvore classificada
    el
    προστατευτέον δένδρον
  • health
    árvore de interesse público
    el
    πολύτιμον δένδρον
  • communications / information technology and data processing
    programa de interesse geral
    el
    πρόγραμμα ειδικού ενδιαφέροντος
  • EUROPEAN UNION / LAW
    recurso no interesse da lei
    el
    αναίρεση υπέρ του νόμου
  • ECONOMICS / FINANCE
    EIP / entidade de interesse público
    el
    οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος
  • LAW / FINANCE
    atividades de interesse geral
    el
    δραστηριότητες γενικού συμφέροντος
  • rights and freedoms
    proteção do interesse público
    el
    προστασία του δημόσιου συμφέροντος
  • accounting
    centro de interesse económico
    el
    επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος
  • leisure
    centro de interesse turístico
    el
    κέντρο τουριστικού ενδιαφέροντος
  • communications / information technology and data processing
    programa de interesse público
    el
    πρόγραμμα κοινού ενδιαφέροντος
  • LAW
    legítimo interesse do titular
    el
    έννομο συμφέρον του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας
  • maritime transport
    porto de interesse comunitário
    el
    λιμάνι κοινοτικού ενδιαφέροντος
  • migration
    AIS / avaliação do interesse superior da criança / avaliação do interesse superior
    el
    ΕΒΣ, αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, εκτίμηση βέλτιστου συμφέροντος
  • EUROPEAN UNION / land transport / FINANCE / TRANSPORT
    declaração de interesse europeu / declaração de utilidade europeia / DUE / DIE
    el
    δεδηλωμένη αναγνώριση της ευρωπαϊκής χρησιμότητας, Δήλωση Ευρωπαïκού συμφέροντος, ΔΕΣ, δήλωση για τον κοινωφελή χαρακτήρα του έργου για την Ευρώπη
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – interesse no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-13 15:38:23]. Disponível em

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais