de.sar.ran.jar dəzɐʀɐ̃ˈʒar
verbo transitivo
1.
ανακατεύω
as crianças desarranjaram a casa toda
τα παιδιά ανακάτεψαν όλο το σπίτι
o vento desarranjou-me o cabelo
ο αέρας ανακάτεψε τα μαλλιά μου
2.
χαλάω
aquele imprevisto desarranjou a nossa combinação
εκείνο το απρόοπτο χάλασε τη συμφωνία μας
de tanto mexer no rádio, desarranjou-o
πείραξε τόσο πολύ το ραδιόφωνο, που το χάλασε
em vez de arranjar a torneira, desarranjou-a ainda mais
αντί να φτιάξει τη βρύση, τη χάλασε ακόμα περισσότερο
o mau tempo desarranjou-nos os planos
η κακοκαιρία χάλασε τα σχέδιά μας
3.
διαταράσσω, χαλώ
aquela comida desarranjou-me o estômago
εκείνο το φαγητό μου χάλασε το στομάχι
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – desarranjar no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-10-14 09:18:33]. Disponível em