Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
for.çaseparador fonéticaˈforsɐ
nome feminino
1.
FÍSICA δύναμη
força atrativa/motriz
ελκτική/κινητήρια δύναμη
força centrípeta/centrífuga
κεντρομόλος/φύγοκεντρος δύναμη
força da inércia
δύναμη της αδράνειας
força de gravidade
δύναμη της βαρύτητας
2.
δύναμη, σθένος neutro
armazenar forças
αποθηκεύω δυνάμεις
criar forças
αποκτώ δυνάμεις
faltavam-lhe as forças
του έλειπαν οι δυνάμεις
fazer economia de forças
κάνω εξοικονόμηση δυνάμεων
força bestial
κτηνώδης δύναμη
força ciclópea
κυκλώπεια δύναμη
força física
σωματική δύναμη
o cansaço abateu-lhe as forças
η κούραση χαντάκωσε τις δυνάμεις του
que força colossal!
τι κολοσσιαίο σθένος!
recuperar forças
ανακτώ δυνάμεις
sentir-se com novas forças
νιώθω να έχω νέες δυνάμεις
3.
δύναμη, ορμή
a força das ondas
η δύναμη των κυμάτων
a força do vento
η δύναμη του αέρα
lutar contra a força da corrente
παλεύω ενάντια στην ορμή του ρεύματος
4.
δύναμη, σθένος neutro, θάρρος neutro, ρώμη
admiro aquela sua força em combater as contrariedades
θαυμάζω το σθένος του να παλεύει τις αντιξοότητες
5.
βία, δύναμη
não quero recorrer à força para te convencer
δεν θέλω να ανατρέξω στη βία για να σε πείσω
usar de força para conseguir (alguma coisa)
χρησιμοποιώ τη βία για να πετύχω (κάτι)
6.
δύναμη, ισχύς
a força dum partido político
η ισχύς ενός πολιτικού κόμματος
não menosprezes a força da opinião pública
μην περιφρονείς τη δύναμη της κοινής γνώμης
7.
ακμή, άνθος neutro
estar na força da vida
είμαι στο άνθος της ηλικίας μου
8.
δύναμη, βάρος neutro
a força da lei
η δύναμη του νόμου
a força das circunstâncias
η δύναμη των περιστάσεων
a força do hábito
η δύναμη της συνήθειας
sucumbiu à força dos meus argumentos
υπέκυψε στο βάρος των επιχειρημάτων μου
9.
δύναμη, άγημα neutro
uma força naval
μια ναυτική δύναμη
10.
plural δυνάμεις
forças de assalto
δυνάμεις εφόδου
forças de defesa das fronteiras
δυνάμεις προάσπισης των συνόρων
o fugitivo estava cercado pelas forças policiais
ο φυγάς ήταν περικυκλωμένος από τις αστυνομικές δυνάμεις
interjeição
βάστα/βαστάτε
força! está quase!
βαστάτε! κοντεύουμε!
à (fina/viva) força
με το έτσι θέλω, σώνει και καλά
quer, à força, que lhe faça a vontade
θέλει, με το έτσι θέλω, να του κάνω το χατίρι

queria, à fina força, que largasse tudo para o ir ajudar
ήθελε, σώνει και καλά, να τα παρατήσω όλα για να πάω να τον βοηθήσω
à força
με την βία, διά της βίας, με το ζόρι
foi levado à força
τον πήραν με το ζόρι

só à força ele acabou por obedecer
μόνο διά της βίας αυτός τελικά υπάκουσε
à força de
1.
χάρη σε
enriqueceu à força de tanto trabalhar
πλούτισε χάρη στη πολλή δουλειά
2.
με τη βοήθειαgenitivo
abrir caminho à força de catana
ανοίγω δρόμο με τη βοήθεια μιας ματσέτας
à força de braços
με τη δύναμη των χεριών, χειρωνακτικά
levantamos um peso à força de braços
σηκώνουμε ένα φορτίο με τη δύναμη των χεριών μας
a toda a força
1.
πάση δυνάμει, με κάθε μέσο
devia a toda a força romper o bloqueio
έπρεπε πάση δυνάμει να σπάσει τον αποκλεισμό
2.
με τη μέγιστη ισχύ
motor a trabalhar a toda a força
κινητήρας που δουλεύει με τη μέγιστη ισχύ
com força
1.
δυνατά
empurrar (alguém) com força
σπρώχνω (κάποιον) δυνατά
2.
σφιχτά
abraçou-o com força
τον αγκάλιασε σφιχτά
com toda a força
με όλη τη δύναμη
bateu na bola com toda a força
χτύπησε τη μπάλα με όλη τη δύναμη
de força maior
ανωτέρας βίας
caso de força maior
περίπτωση ανωτέρας βίας
em força
σύσσωμα
vieram todos em força apoiar a equipa
ήρθαν όλοι σύσσωμα να υποστηρίξουν την ομάδα τους
fazer força
ασκώ πίεση
os pais fizeram força para que ele fosse para medicina
οι γονείς του άσκησαν πίεση για να γίνει γιατρός
força aérea
αεροπορία
a Força Aérea Portuguesa
η Πορτογαλική Αεροπορία
força de ânimo
ηθικό, ψυχική δύναμη
perante tantas adversidades, a força de ânimo dele abateu
μπροστά σε τόσες αντιξοότητες, το ηθικό του έπεσε
força de carácter
δύναμη χαρακτήρος
força de choque
δύναμη κρούσης
força de expressão
σχήμα λόγου
ora, isso é só uma força de expressão
άντε, αυτό είναι απλά σχήμα λόγου
força de trabalho
ανθρωποδύναμη
força de vontade
θέληση, δύναμη της θέλησης
a força de vontade ajudou-o a aclimar-se rapidamente
η θέλησή του τον βοήθησε να εγκλιματιστεί γρήγορα

ela dispunha de força de vontade
αυτή διέθετε θέληση
forças armadas
ένοπλες δυνάμεις
forças da ordem
δυνάμεις ασφαλείας
forças de intervenção
αστυνομικές δυνάμεις
forças do bem/mal
δυνάμεις του καλού/κακού
forças ocultas
σκοτεινές δυνάμεις
forças vivas
ενεργητικό δυναμικό
as força vivas da nação
το ενεργητικό δυναμικό του έθνους
medir forças com (alguém)
(ανα)μετριέμαι με (κάποιον)
meia bola e força
μπαμ και κάτω
por força
1.
πάση θυσία, σώνει και καλά
queria por força o meu consentimento
ήθελε σώνει και καλά τη συγκατάβασή μου
2.
αναγκαστικά
para ir à vila, tinha por força que passar por ali
για να πάει στην κωμόπολη, έπρεπε αναγκαστικά να περάσει από κει
força
Presente do Indicativo do verbo forçar
expandir
eu
forço
tu
forças
ele, ela, você
força
nós
forçamos
vós
forçais
eles, elas, vocês
forçam
Imperativo do verbo forçar
expandir
força
tu
force
ele, ela, você
forcemos
nós
forçai
vós
forcem
eles, elas, vocês

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • administrative law / materials technology
    pressão / força
    el
    πίεση προσβολής, ισχύς προσβολής
  • earth sciences / chemistry
    força
    el
    δύναμη
  • earth sciences
    força
    el
    ισχύς
  • physical sciences
    força / força mecânica
    el
    μηχανική δύναμη
  • fisheries
    estropo / forca
    el
    κυκλική ζώνη, περιφερική νεύρωση, κυκλική νεύρωση
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    forca
    el
    διχαλωτός πασσαλίσκος
  • fisheries / iron, steel and other metal industries
    estropo do saco / forca do saco / laracho
    el
    κοψαδούρος
  • physical sciences
    força G
    el
    δύναμη g
  • mechanical engineering / earth sciences
    força real
    el
    πραγματική δύναμη
  • LAW
    força maior
    el
    ανωτέρα βία
  • defence / EU Military Committee
    força letal
    el
    θανατηφόρος δύναμη, φονική βία
  • insurance
    força maior / dano fatal
    el
    θανατηφόρο ατύχημα
  • defence
    força aérea
    el
    αεροπορική ισχύς, εναέρια δύναμη
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    força única
    el
    μονή δύναμη
  • earth sciences
    força Oseen
    el
    δύναμη Oseen
  • earth sciences
    força longitudinal / esforço axial / força axial / carga axial
    el
    αξονικό φορτίο
  • leisure / earth sciences
    força axial
    el
    αξονική δύναμη αλεξίπτωτου
  • defence / international law / international security / United Nations Charter / common security and defence policy
    emprego da força / uso da força / recurso à força / utilização da força
    el
    χρήση βίας
  • politics and public safety / rights of the individual / migration
    uso da força
    el
    χρήση βίας
  • chemistry
    força iónica
    el
    ιονική ισχύς
  • earth sciences / building and public works
    esforço normal / força normal
    el
    ορθή δύναμη
  • ENVIRONMENT
    força limiar
    el
    δύναμη μέτρου ίσου με ένα κατώτατο όριο
  • ENVIRONMENT
    força motriz
    el
    Κινητήρια δύναμη
  • air transport / physical sciences
    força normal
    el
    κάθετη δύναμη
  • fisheries
    forca do pórtico de arrasto
    el
    οδηγός άκρης σάκου τράτας, οδηγός άκρης πετσαλίου τράτας
  • earth sciences
    força nuclear central / força central
    el
    κεντρική δύναμη
  • life sciences
    força efetiva
    el
    ενεργός δύναμις
  • mechanical engineering / earth sciences
    força nominal
    el
    ονομαστική δύναμη
  • mechanical engineering / earth sciences
    força teórica
    el
    θεωρητική δύναμη
  • earth sciences / chemical compound
    força tintora
    el
    χρωστική ικανότητα
  • mechanical engineering
    força do cabo
    el
    δύναμη συρματόσχοινου
  • trade union confederation
    CGT-FO / Confederação Geral de Trabalhadores – Força Operária / Força Operária / FO
    el
    Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων – Εργατική Δύναμη, FO, CGT-FO, Εργατική Δύναμη
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    força elastomecânica / força elástica
    el
    ελαστικομηχανική δύναμη
  • life sciences
    potencial osmótico / força osmótica
    el
    ωσμωτικόν δυναμικόν, ωσμωτική δύναμις
  • medical science
    poder muscular / força muscular
    el
    μυϊκή τάση, μυϊκή δύναμη
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    força sacarina / grau de açúcar
    el
    περιεκτικότητα σε σάκχαρα
  • building and public works / industrial structures
    esforço de corte / força de corte
    el
    αντίσταση στην κοπή
  • space transport
    força de inércia / força inercial
    el
    Δύναμη αδράνειας
  • FINANCE
    força relativa
    el
    συγκριτική δύναμη της αγοράς, συγκριτική δύναμη
  • electronics and electrical engineering
    força de apoio
    el
    βάρος ανάγνωσης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    força de campo
    el
    ένταση πεδίου
  • electronics and electrical engineering / life sciences
    força do vento
    el
    δύναμη ανέμου
  • administrative law
    força do vento
    el
    δύναμη του ανέμου,ένταση του ανέμου
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    força do vento
    el
    ένταση ανέμου, δύναμη ανέμου
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    força pendular
    el
    δύναμη εκκρεμούς
  • chemical compound
    força de corte
    el
    λόγος ταχύτητας απόχυσης και κλίσης
  • mechanical engineering / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    força de apoio
    el
    φέρουσα δύναμη
  • iron, steel and other metal industries
    resistência de corte / esforço de corte / força de corte
    el
    πίεση κοπής, αντίσταση κοπής
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – força no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-15 04:27:52]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada força

thumbnail gesto
ver

Provérbios

  • A força está na constância.
  • A tentação nunca é superior às forças.
  • A união faz a força, a desunião semeia a confusão.
  • Aonde força não há, direito se perde.
  • Mais vale engenho que força.
  • Onde força não há, direito se perde.
  • Por jeito se quer a moça, que não por força.
  • Quando a força é desigual, antes fugir que ficar mal.
ver+

Citações

  • "A guerra é a paz. A liberdade é a escravatura. A ignorância é a força."George Orwell
  • "O homem que nada contra a corrente, conhece a sua força."Thomas Woodrow Wilson
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • administrative law / materials technology
    pressão / força
    el
    πίεση προσβολής, ισχύς προσβολής
  • earth sciences / chemistry
    força
    el
    δύναμη
  • earth sciences
    força
    el
    ισχύς
  • physical sciences
    força / força mecânica
    el
    μηχανική δύναμη
  • fisheries
    estropo / forca
    el
    κυκλική ζώνη, περιφερική νεύρωση, κυκλική νεύρωση
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    forca
    el
    διχαλωτός πασσαλίσκος
  • fisheries / iron, steel and other metal industries
    estropo do saco / forca do saco / laracho
    el
    κοψαδούρος
  • physical sciences
    força G
    el
    δύναμη g
  • mechanical engineering / earth sciences
    força real
    el
    πραγματική δύναμη
  • LAW
    força maior
    el
    ανωτέρα βία
  • defence / EU Military Committee
    força letal
    el
    θανατηφόρος δύναμη, φονική βία
  • insurance
    força maior / dano fatal
    el
    θανατηφόρο ατύχημα
  • defence
    força aérea
    el
    αεροπορική ισχύς, εναέρια δύναμη
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    força única
    el
    μονή δύναμη
  • earth sciences
    força Oseen
    el
    δύναμη Oseen
  • earth sciences
    força longitudinal / esforço axial / força axial / carga axial
    el
    αξονικό φορτίο
  • leisure / earth sciences
    força axial
    el
    αξονική δύναμη αλεξίπτωτου
  • defence / international law / international security / United Nations Charter / common security and defence policy
    emprego da força / uso da força / recurso à força / utilização da força
    el
    χρήση βίας
  • politics and public safety / rights of the individual / migration
    uso da força
    el
    χρήση βίας
  • chemistry
    força iónica
    el
    ιονική ισχύς
  • earth sciences / building and public works
    esforço normal / força normal
    el
    ορθή δύναμη
  • ENVIRONMENT
    força limiar
    el
    δύναμη μέτρου ίσου με ένα κατώτατο όριο
  • ENVIRONMENT
    força motriz
    el
    Κινητήρια δύναμη
  • air transport / physical sciences
    força normal
    el
    κάθετη δύναμη
  • fisheries
    forca do pórtico de arrasto
    el
    οδηγός άκρης σάκου τράτας, οδηγός άκρης πετσαλίου τράτας
  • earth sciences
    força nuclear central / força central
    el
    κεντρική δύναμη
  • life sciences
    força efetiva
    el
    ενεργός δύναμις
  • mechanical engineering / earth sciences
    força nominal
    el
    ονομαστική δύναμη
  • mechanical engineering / earth sciences
    força teórica
    el
    θεωρητική δύναμη
  • earth sciences / chemical compound
    força tintora
    el
    χρωστική ικανότητα
  • mechanical engineering
    força do cabo
    el
    δύναμη συρματόσχοινου
  • trade union confederation
    CGT-FO / Confederação Geral de Trabalhadores – Força Operária / Força Operária / FO
    el
    Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων – Εργατική Δύναμη, FO, CGT-FO, Εργατική Δύναμη
  • mechanical engineering / land transport / TRANSPORT
    força elastomecânica / força elástica
    el
    ελαστικομηχανική δύναμη
  • life sciences
    potencial osmótico / força osmótica
    el
    ωσμωτικόν δυναμικόν, ωσμωτική δύναμις
  • medical science
    poder muscular / força muscular
    el
    μυϊκή τάση, μυϊκή δύναμη
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    força sacarina / grau de açúcar
    el
    περιεκτικότητα σε σάκχαρα
  • building and public works / industrial structures
    esforço de corte / força de corte
    el
    αντίσταση στην κοπή
  • space transport
    força de inércia / força inercial
    el
    Δύναμη αδράνειας
  • FINANCE
    força relativa
    el
    συγκριτική δύναμη της αγοράς, συγκριτική δύναμη
  • electronics and electrical engineering
    força de apoio
    el
    βάρος ανάγνωσης
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    força de campo
    el
    ένταση πεδίου
  • electronics and electrical engineering / life sciences
    força do vento
    el
    δύναμη ανέμου
  • administrative law
    força do vento
    el
    δύναμη του ανέμου,ένταση του ανέμου
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    força do vento
    el
    ένταση ανέμου, δύναμη ανέμου
  • materials technology / land transport / TRANSPORT
    força pendular
    el
    δύναμη εκκρεμούς
  • chemical compound
    força de corte
    el
    λόγος ταχύτητας απόχυσης και κλίσης
  • mechanical engineering / AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES
    força de apoio
    el
    φέρουσα δύναμη
  • iron, steel and other metal industries
    resistência de corte / esforço de corte / força de corte
    el
    πίεση κοπής, αντίσταση κοπής
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – força no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-15 04:27:52]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais