pre.ce.der prəsəˈder
verbo transitivo
1.
προηγούμαι[+genitivo]
os discursos que precederam a cerimónia
οι ομιλίες που προηγήθηκαν της τελετής
o sismo que precedeu o tsunami
ο σεισμός που προηγήθηκε του τσουνάμι
os meses que precederam a sua morte
οι μήνες που προηγήθηκαν του θανάτου του
o verão precede o outono
το καλοκαίρι προηγείται του φθινοπώρου
2.
προτάσσομαι[+genitivo]
o artigo precede o substantivo
το άρθρο προτάσσεται του ουσιαστικού
3.
προηγούμαι[+genitivo], έχω το προβάδισμα
as senhoras precedem os homens
οι κυρίες προηγούνται των κυρίων
Partilhar
Como referenciar
Porto Editora – preceder no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-12-02 17:38:39]. Disponível em