Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais

favoritos
só.li.doseparador fonéticaˈsɔlidu
adjetivo
1.
στερεός
alimentos sólidos
στερεά τρόφιμα
incinerar resíduos sólidos
αποτεφρώνω στερεά απόβλητα
o estado sólido
η στερεά κατάσταση
2.
στερεός, σταθερός, γερός
argumentos sólidos
στερεά επιχειρήματα
casamento que assenta em bases sólidas
γάμος που θεμελιώνεται σε γερές βάσεις
pessoa de sólida instrução
άνθρωπος γερής μόρφωσης
sólidos princípios morais
σταθερές ηθικές αρχές
uma estrutura sólida
ένα γερό κατασκεύασμα
nome masculino
GEOMETRIA, FÍSICA στερεό neutro
sólido de revolução
στερεό εκ περιστροφής
sólido dodecaédrico
δωδεκάεδρο στερεό
sólido poliédrico
πολύεδρο στερεό

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • chemistry
    sólido
    el
    στερεό
  • land transport / TRANSPORT
    sólido
    el
    στερεός
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES / industrial structures
    nó sólido / nó firme
    el
    στερεός ρόζος
  • industrial structures
    cop sólido
    el
    κουκουνάρα
  • apparatus based on the use of rays / laser physics
    laser de estado sólido / laser sólido
    el
    λέιζερ στερεής κατάστασης
  • illness
    tumor sólido
    el
    συμπαγής όγκος
  • information technology and data processing
    sólido livre
    el
    ελεύθερο στερεό σώμα
  • TRADE / maritime transport
    carga sólida a granel / granel sólido
    el
    ξηρό φορτίο χύδην, στερεό φορτίο χύδην
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    sólido das cores / sólido de cor
    el
    τρισδιάστατο διάγραμμα χρωμάτων, χρωματικό στερεό
  • electronics and electrical engineering / communications
    ângulo sólido
    el
    στερεά γωνία
  • ENVIRONMENT
    estado sólido
    el
    στερεά κατάσταση
  • electronics and electrical engineering / information technology and data processing
    estado sólido / dispositivo de estado sólido
    el
    συσκευή στερεάς κατάστασης
  • means of agricultural production
    estrume sólido
    el
    στερεή κοπριά
  • physical sciences
    detetor sólido
    el
    στερεός ανιχνευτής
  • chemistry
    sólido redutor
    el
    στερεό αναγωγικό μέσο
  • electronics and electrical engineering
    circuito sólido
    el
    κύκλωμα σε στερεά κατάσταση
  • defence / INDUSTRY
    propulsor de foguetes / propulsor sólido
    el
    προωθητική ύλη πυραύλων
  • AGRI-FOODSTUFFS
    sólido não gordo / SNG
    el
    ξηρά και απολιπανθείσα ύλη, ΞΑΥ
  • electronics and electrical engineering
    sólido homogéneo
    el
    ομογενές στερεό
  • maritime transport
    navio graneleiro / graneleiro / graneleiro sólido
    el
    πλοίο για τη μεταφορά φορτίου χύδην, πλοίο ξηρού φορτίου
  • chemistry
    sólido inflamável
    el
    εύφλεκτο στερεό
  • electronics and electrical engineering
    eletrólito sólido
    el
    στερεός ηλεκτρολύτης
  • chemistry
    sólido pirofórico
    el
    πυροφορικό στερεό
  • chemistry
    sólido comburente
    el
    οξειδωτικό στερεό
  • ENVIRONMENT
    transporte sólido
    el
    μεταφορά ιζημάτων
  • chemical compound
    propelente sólido
    el
    στερεό καύσιμο, στερεά προωθητική ύλη
  • ENERGY
    combustível sólido
    el
    στερεό καύσιμο
  • chemistry
    Sólido inflamável.
    el
    Εύφλεκτο στερεό.
  • physical environment
    sólido em suspensão
    el
    αιωρούμενα στερεά
  • mechanical engineering
    lubrificante sólido
    el
    στερεό λιπαντικό
  • electronics and electrical engineering
    relé semicondutor / relé de estado sólido
    el
    ηλεκτρονόμος στερεάς κατάστασης
  • electronics and electrical engineering
    pilha de lítio sólido
    el
    συσσωρευτής στερεού λιθίου
  • health
    cultura em meio sólido / fermentação em meio sólido / SSF
    el
    καλλιέργεια σε στερεό υπόστρωμα
  • coal industry
    sensor de estado sólido
    el
    αισθητήρας στερεάς κατάστασης
  • defence / technology and technical regulations
    sensor de estado sólido
    el
    αισθητήρας στερεής κατάστασης
  • electric vehicle / electricity storage device
    bateria de estado sólido
    el
    συσσωρευτής στερεάς κατάστασης
  • natural and applied sciences
    detetor de estado sólido
    el
    ηλεκτρονικός ανιχνευτής
  • electronics and electrical engineering
    difusão no estado sólido
    el
    διάχυση σε στερεά φάση
  • administrative law / materials technology
    agente sólido de extinção
    el
    στερεό κατασβεστικό υλικό, ξηρή σκόνη
  • mechanical engineering
    motor de propulsor sólido
    el
    πυραυλοκινητήρας στερεών καυσίμων
  • industrial structures / technology and technical regulations
    maxila de material sólido
    el
    σιαγόνα από μασίφ υλικό
  • electronics and electrical engineering
    epitaxia do estado sólido
    el
    επίταξη στερεάς κατάστασης
  • electrical engineering
    pastilha de tântalo sólido / condensador de tântalo / condensador tântalo
    el
    πύκνωτής από ταντάλιο, πυκνωτής από ταντάλιο, πλακίδιο στερεού ταντάλιου
Download IATE, European Union, 2023
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – sólido no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-14 15:05:49]. Disponível em

Língua Gestual Portuguesa

ver a entrada sólido

thumbnail gesto
ver
palavras parecidas

Outros exemplos de uso

Os seguintes exemplos foram recolhidos da Base Terminológica da União Europeia (IATE) e não representam a opinião dos editores da infopedia.pt.
  • chemistry
    sólido
    el
    στερεό
  • land transport / TRANSPORT
    sólido
    el
    στερεός
  • AGRICULTURE, FORESTRY AND FISHERIES / industrial structures
    nó sólido / nó firme
    el
    στερεός ρόζος
  • industrial structures
    cop sólido
    el
    κουκουνάρα
  • apparatus based on the use of rays / laser physics
    laser de estado sólido / laser sólido
    el
    λέιζερ στερεής κατάστασης
  • illness
    tumor sólido
    el
    συμπαγής όγκος
  • information technology and data processing
    sólido livre
    el
    ελεύθερο στερεό σώμα
  • TRADE / maritime transport
    carga sólida a granel / granel sólido
    el
    ξηρό φορτίο χύδην, στερεό φορτίο χύδην
  • electronics and electrical engineering / earth sciences
    sólido das cores / sólido de cor
    el
    τρισδιάστατο διάγραμμα χρωμάτων, χρωματικό στερεό
  • electronics and electrical engineering / communications
    ângulo sólido
    el
    στερεά γωνία
  • ENVIRONMENT
    estado sólido
    el
    στερεά κατάσταση
  • electronics and electrical engineering / information technology and data processing
    estado sólido / dispositivo de estado sólido
    el
    συσκευή στερεάς κατάστασης
  • means of agricultural production
    estrume sólido
    el
    στερεή κοπριά
  • physical sciences
    detetor sólido
    el
    στερεός ανιχνευτής
  • chemistry
    sólido redutor
    el
    στερεό αναγωγικό μέσο
  • electronics and electrical engineering
    circuito sólido
    el
    κύκλωμα σε στερεά κατάσταση
  • defence / INDUSTRY
    propulsor de foguetes / propulsor sólido
    el
    προωθητική ύλη πυραύλων
  • AGRI-FOODSTUFFS
    sólido não gordo / SNG
    el
    ξηρά και απολιπανθείσα ύλη, ΞΑΥ
  • electronics and electrical engineering
    sólido homogéneo
    el
    ομογενές στερεό
  • maritime transport
    navio graneleiro / graneleiro / graneleiro sólido
    el
    πλοίο για τη μεταφορά φορτίου χύδην, πλοίο ξηρού φορτίου
  • chemistry
    sólido inflamável
    el
    εύφλεκτο στερεό
  • electronics and electrical engineering
    eletrólito sólido
    el
    στερεός ηλεκτρολύτης
  • chemistry
    sólido pirofórico
    el
    πυροφορικό στερεό
  • chemistry
    sólido comburente
    el
    οξειδωτικό στερεό
  • ENVIRONMENT
    transporte sólido
    el
    μεταφορά ιζημάτων
  • chemical compound
    propelente sólido
    el
    στερεό καύσιμο, στερεά προωθητική ύλη
  • ENERGY
    combustível sólido
    el
    στερεό καύσιμο
  • chemistry
    Sólido inflamável.
    el
    Εύφλεκτο στερεό.
  • physical environment
    sólido em suspensão
    el
    αιωρούμενα στερεά
  • mechanical engineering
    lubrificante sólido
    el
    στερεό λιπαντικό
  • electronics and electrical engineering
    relé semicondutor / relé de estado sólido
    el
    ηλεκτρονόμος στερεάς κατάστασης
  • electronics and electrical engineering
    pilha de lítio sólido
    el
    συσσωρευτής στερεού λιθίου
  • health
    cultura em meio sólido / fermentação em meio sólido / SSF
    el
    καλλιέργεια σε στερεό υπόστρωμα
  • coal industry
    sensor de estado sólido
    el
    αισθητήρας στερεάς κατάστασης
  • defence / technology and technical regulations
    sensor de estado sólido
    el
    αισθητήρας στερεής κατάστασης
  • electric vehicle / electricity storage device
    bateria de estado sólido
    el
    συσσωρευτής στερεάς κατάστασης
  • natural and applied sciences
    detetor de estado sólido
    el
    ηλεκτρονικός ανιχνευτής
  • electronics and electrical engineering
    difusão no estado sólido
    el
    διάχυση σε στερεά φάση
  • administrative law / materials technology
    agente sólido de extinção
    el
    στερεό κατασβεστικό υλικό, ξηρή σκόνη
  • mechanical engineering
    motor de propulsor sólido
    el
    πυραυλοκινητήρας στερεών καυσίμων
  • industrial structures / technology and technical regulations
    maxila de material sólido
    el
    σιαγόνα από μασίφ υλικό
  • electronics and electrical engineering
    epitaxia do estado sólido
    el
    επίταξη στερεάς κατάστασης
  • electrical engineering
    pastilha de tântalo sólido / condensador de tântalo / condensador tântalo
    el
    πύκνωτής από ταντάλιο, πυκνωτής από ταντάλιο, πλακίδιο στερεού ταντάλιου
Download IATE, European Union, 2023
Artigos
ver+
Partilhar
  • partilhar whatsapp
Como referenciar
Porto Editora – sólido no Dicionário infopédia de Português - Grego [em linha]. Porto: Porto Editora. [consult. 2024-09-14 15:05:49]. Disponível em
Bom Português

hilaridade ou hilariedade?

ver mais

à última hora ou à última da hora?

ver mais

tiles ou tis?

ver mais

à parte ou aparte?

ver mais

gratuito ou gratuíto?

ver mais